(τελευταία ανάρτηση στην ΥΠΕΡΟΨΙΑ και ΜΕΘΗ) Σταύρος Σταυρόπουλος, Κι εγώ δεν έχω πλεούμενο να το βαφτίσω, για να του δώσω τ’ όνομά σου
(λεζάντα): Ζητάς υπερπαραγωγές, και μένα οι ταινίες μου ασπρόμαυρες, μικρού μήκους σαν τα πεζά μου, χάνουν τον προσανατολισμό τους και βγαίνουν έξω απ’ το πανί, στο περιθώριο, σαν και τα χρόνια που ζήσαμε, λειψά και άνυδρα, παραδίνονται στην ιστορία.
01 ΠΡΩΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: «Ένα βράδυ κάθισα την Ομορφιά στα γόνατα μου. Και τη βρήκα πικρή και την έβρισα (ArthurRimbaud, Μια εποχή στην κόλαση)
Δεν ξαναπάω στη μαρίνα Άλιμου,ακούς, δεν ξαναπάω, εκεί πάνε οι τακτοποιημένοι, όλοι οι σκαφάτοι, εκεί πάνε οι γιάπηδες, έχουνε κάνει τις γκόμενές τους γιοτ και ιστιοφόρα και κορδώνονται, … Βερόνικα, Αναστασία, Πόπη, Σοφία, Άντζελα, Μαργαρίτα, Ντανιέλα…, παντού γυναικεία ονόματα βλέπεις, σ’ όλα τα κρουαζιερόπλοια, κι εγώ δεν έχω πλεούμενο να το βαφτίσω, για να του δώσω τ’ όνομά σου.
Χάθηκα απ’ τον καιρό που σ’ έχασα. Πού να φανταστώ ότι έπρεπε πρώτα να χαθώ για να σε βρω. Έχουν δίκιο αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να πας μπροστά είναι να πας πρώτα πίσω για να πάρεις φόρα.
Αυτό δεν ήταν φόρα όμως, κατηφόρα ήταν.
Θυμάμαι στην αρχή, πριν σε γνωρίσω, στεκόμουνα, πατούσα γερά. Όταν σε γνώρισα, πέταγα. Οι πτώσεις άρχισαν μετά. Βουτιές στο κενό.
Ήτανε βλέπεις θέμα αναπνοών η σχέση μας.Αέρα. Πήγαν να σκάσουν τα πνευμόνια μας από την ασφυξία. Άσε πια εκείνο το τραγούδι της Μάνου που μου ’λεγες συνέχεια, «χαμήλωσε, από ψηλά δεν ζωγραφίζονται τα όνειρα» πρωί βράδυ. Χαμήλωσα κι εγώ, αλλά φαίνεται χαμήλωσα περισσότερο απ’ όσο άντεχα, αφού δεν έβλεπα ουρανό ούτε με κιάλι.
Αν σ’ ενδιαφέρει, διάβασε ολόκληρη την ανάρτηση στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ «ΥΠΕΡΟΨΙΑ και μέθη σαν κατανόηση της ματαιότητας των ΜΕΓΑΛΕΙΩΝ» με κλικ ΕΔΩ