(τελευταία ανάρτηση στο ιστολόγιο ΕΡΜΑΙΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΛΕΡΝΑΙΑΣ ΕΜΜΟΝΗΣ ΧΡΥΣΗΙΔΩΝ ΡΕΜΒΗΣ- επιδείνωση άστατου ποιήματος)Τάσος Κάρτας, ΧΟΗΦΟΡΟΣ ΠΕΖΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ: ένα κλειδί ποιητικών αναγωγών
[διπλό ΚΛΙΚ στην εικόνα για υπερσύνδεση με ΕΡΜΑΙΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ]
(λεζάντα): Με τις λέξεις δεν βγάζεις άκρη, για αλλού ξεκίνησες και αλλού αυτές σε πάνε. Στο τεντωμένο σχοινί τους ισορροπούν χρώματα μιας ανάγκης λανθάνουσας για ουρανό, «τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης» (που κάνεις πως δεν τις βλέπεις –και αλήθεια δεν τις βλέπεις, «θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις, σου φτάνει ο θαυμασμός σου»)
Ως γνωστό τοις πάσι, το μεγαλείο της ομορφιάς στην ποίηση, βρίσκεται στη δύναμη της μεταφοράς, στους πολλαπλούς συμβολισμούς και ελιγμούς της γλώσσας, στο κατιτί που αμέσως μετά το ποίημα μπορεί να «τρέξει» μέσα σου άφοβα, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα στο δάσος με τους «μεταμορφωμένους» λύκους...
Γιατί «όποιος θέλει να δει το φυλακτό της ασημένιας μοίρας του,πρέπει πρώτα να επιβιώσει ποιητικά».
Ο κάθε στίχος βέβαια σέρνει την κυριολεξία του, που «κοινή θνητή» για όλους, θα διαβεί απαρατήρητη, εκτός κι αν ταλέντο και πρωτοτυπία της χαρίσουν έκλαμψη οριστική και δίκαια – έτσι κι αλλιώς το παιχνίδι με σύμβολα και ερμηνείες έχει τη ξεχωριστή δική του ιστορία για το μύστη, που η επίμονη αυτοάσκηση χρόνων έγινε κλειδί πρόσβασης στο φλοίσβο το ποιητικό.
Τότε οι μεταλλάξεις κάθε στίχου, με εικονολογίες ελεύθερες και στη μορφή και στην ουσία,είναι η αφετηρία κι άλλου νοήματος κατά το δοκούν του αναγνώστη – να για παράδειγμα, το τελευταίο δίστιχο στην ΕΠΙΟΥΣΙΟ ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ, σαν μια κοινή πρόσκληση για φωτογραφία πορτρέτου, είναι καταδικασμένη απ’ την αρχή – όσες φορές και με όποια μορφή κι αν χρησιμοποιηθεί.
Αν όμως αρχίσει να αναπνέει μεταφορικά / συμβολικά,
τότε «υπερυψούται και περιδινείται» διαφορετικά στον καθένα και εκεί ακριβώς είναι το σημαίνον : ο αύξων ερεθισμός από την επανάληψη και τη μεταγραφή
(μ’ άλλους τρόπους κάθε φορά) της πιο καθημερινής κοινοτυπίας, παραδείγματος χάρη η Σταχτοπούτα και το Μαγεμένο Βασιλόπουλο στο γνωστό το μύθο...και ο σαλτιμπάγκος χρόνος που τίποτα δεν μπορεί ν’ αναιρέσει την αδηφάγο έπαρση της παρουσίας του.
Γιατί τα σενάρια υπονοούμενων συμβολισμών είναι ευάλωτα στις κοινότητες της έμπνευσης και αντηχούν απέραντα μέσα στους χρόνους, από την πρώτη αυγή της ποίησης έως την τελευταία ηχώ της υστερόγραφης επιθυμίας... όπου «ο τρίποδας στημένος (θα) την καρτερεί» στο φόβο του άναυλου και φευγαλέου «κλικ», για την απομυθοποίησή της: «αχ, γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλο άσχημο στόμα;»
«Για να μπορέσω να σε φάω καλύτερα».