τελευταία ανάρτηση στο ιστολόγιο «Μερομήνια λέξεων ΣΙΩΠΗΣ: να κρύψουμε το πρόσωπό μας σε μια αειφόρο ΟΚΤΑΝΑ, σ’ ένα ΣΠΑΣΜΟ Ποίησης»:Μαρία Μήτσορα, Να πώς έγινε και χάθηκε για πάντα από τη γλώσσα των ανθρώπων κάτι που κανείς δεν μπορεί να πει πια
[διπλό ΚΛΙΚ στην εικόνα για υπερσύνδεση με ΜΥΟΣΩΤΙΔΕΣ]
(λεζάντα): Έψαξα στο δρόμο αυτό που τότε το λέγαμε χελωνότριχα την άκρη δηλαδή μιας κλωστής που άφηνε ο άνθρωπος πίσω του με το σημάδι του για να μπορεί να γυρίζει σιγά-σιγά στο σπίτι του το βράδυ… Έφευγα τρέχοντας από την κατάθλιψη κι έχασα τη θέση μου, κράτησα όμως τις αισθήσεις μου και τους την έφερα γιατί καθώς κατρακυλούσα και σκιζότανε το πόδι μου γύρισα και φώναζα Ε! Γύφτικο Σκεπάρνι τι κάνεις έτσι για τη θέα; Αυτή η πλαγιά είναι τσόχινη, φυτρώνουνε κάτι χαρτοπαίχτες! αστράφτουν τα μανικέτια τους. Ψηλά τα χέρια το ’χασες το παιχνίδι…..
Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΕΞΩ (από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟ, Εκδόσεις ΑΚΜΩΝ 1978)
Κάποτε με λέγανε Κώστα και πήγαινα συνέχεια σινεμά. Πήγα πάλι στο 20.000 Λεύγες Υπό τη Θάλασσα. Εκείνο το βράδυ που κάτι άλλαζε το σινεμά το λέγανε Καλό Σύμβουλο, στρογγυλό και βαθύ σαν πηγάδι. Η οθόνη τεντωμένη στον πάτο, έσκυβαν όλοι από τις πράσινες πολυθρόνες τους για να βλέπουνε το έργο στο βυθό. Όταν έγραψε THEENDόλοι μαζί κλαίγανε και χτυπούσανε τα πόδια τους ότι θέλουνε κι άλλο αλλιώς κι αυτό θα πήγαινε χαμένο. Εγώ όμως, κάτι μ’ έπιασε, σηκώθηκα κι ανέβηκα έξω. Έψαξα στο δρόμο αυτό που τότε τον λέγαμε χελωνότριχα την άκρη δηλαδή μιας κλωστής που άφηνε ο άνθρωπος πίσω του με το σημάδι του για να μπορεί να γυρίζει σιγά-σιγά στο σπίτι του το βράδυ. Δεν το έβρισκα. Έτσι άρχισα το περπάτημα στην τύχη. Πολύ δρόμος. Πολύ βρεμένες πατημασιές. Τις ακολούθησα κι έφτασα στην πόρτα του σπιτιού μου. Μπήκα μέσα και τι να δω! Από την πολυθρόνα μου έσταζε ο Κάπτεν Νέμο. «Γεια σου Κώστα» μου είπε και γελούσε θυμωμένα. «Πάλι σαχλαμαρίτσες πας κι έρχεσαι 20.000 λεύγες υπό τη θάλασσα. Κάτσε λιγάκι ντε να σου δείξουμε τα κόλπα στο βυθό». «Χαίρετε» του είπα «αλλά ξέρετε δεν είμαι ο Κώστας» Έφυγε πολύ συγχισμένος απ’ αυτή τη δύσκολη θέση. Εγώ έμεινα και τα νερά στεγνώνανε. Σε λίγη ώρα δε με λέγανε Κώστα. Το σπίτι γινότανε ξένο σπίτι. Άνοιξα το παράθυρο και πήδηξα τρέχοντας από στέγη σε στέγη. Ύστερα από 20.000 μέρες που με είχανε βάλει κάτω με πείσανε πως από τώρα θα μένει εδώ μία Μαρία.
………………………………………………….