τελευταία ανάρτηση στο ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ φεγγαροντυμένης προσμονής:Ανδρέας Αγγελάκης, Κάθε κορμί έχει τη δική του κόλαση, τη δική του μεταφυσική…
(λεζάντα): Γρήγορα να ’βγω έξω, γρήγορα, η κάμαρη με πνίγει, γεννάει μέδουσες που τρων τα κύτταρά μου, βδέλλες ρουφούν το αίμα μου, θέλω να φωνάξω, βάζω το χέρι μου στο στόμα, τρέμω, η ώρα πήγε έντεκα, καλύτερα έξω, πού είναι τα κλειδιά μου, γρήγορα, καλύτερα ένα κορμί οποιοδήποτε, κλέφτης, του μπερντέ ή λιποτάχτης, πουτάνα, επιτέλους με τεράστια σκουλαρίκια. Ας είναι, λοιπόν, έτσι, μόνο πάρτε μου τ’ αόρατα δάχτυλα από το λαιμό, αυτά που σφίγγουν σαν τανάλιες, φεύγουν και ξανάρχονται… Η νύχτα, όμως, καραδοκεί, σαν γύφτισα, σαν κλέφτρα μ’ αυτό το βρώμικο, εξαθλιωμένο της φεγγάρι πίσω απ’ τη πόρτα, σαρκάζοντας, εξομοιώνοντας τους πάντες και τα πάντα… Προσέλθετε, όσοι πιστοί κι απολωλότες…
είναι ώρα τους,
φωνάζουν βοήθεια,
φωνάζουν άγνωστους φαντάρους πάνω,
επισείουν προκλητικά το πορτοφόλι τους,
ρίχνουν μ’ ένα τρελό βλέμμα στη φωτιά τα ποιήματά τους
που πήρε μια ζωή να γράψουν,
γδύνονται να ’ναι έτοιμοι,
ανάβουν κερί, βάζουν κολόνια, πίνουν ηρεμιστικά,
ρωτούνε, βρίζουνε, δακρύζουν και ξαφνικά –
σωπαίνουν.
Τίποτα.
Η άβυσσος τους παίρνει, πέφτουν, χάνονται,
τέρατα μυθικά τους καταπίνουν στο σκοτάδι,
αιωρείται στον αέρα ένα χαρτί,
κάποιο πρωτόλειο ποίημα τους,
μυρίζει λίγο γιασεμί απ’ την κολόνια τους,
κι αυτό ήταν.
Ο φαντάρος βιαστικά κουμπώνεται, καληνύχτα.
Αύριο πάλι.
…………………………………………..
(λεζάντα): Γρήγορα να ’βγω έξω, γρήγορα, η κάμαρη με πνίγει, γεννάει μέδουσες που τρων τα κύτταρά μου, βδέλλες ρουφούν το αίμα μου, θέλω να φωνάξω, βάζω το χέρι μου στο στόμα, τρέμω, η ώρα πήγε έντεκα, καλύτερα έξω, πού είναι τα κλειδιά μου, γρήγορα, καλύτερα ένα κορμί οποιοδήποτε, κλέφτης, του μπερντέ ή λιποτάχτης, πουτάνα, επιτέλους με τεράστια σκουλαρίκια. Ας είναι, λοιπόν, έτσι, μόνο πάρτε μου τ’ αόρατα δάχτυλα από το λαιμό, αυτά που σφίγγουν σαν τανάλιες, φεύγουν και ξανάρχονται… Η νύχτα, όμως, καραδοκεί, σαν γύφτισα, σαν κλέφτρα μ’ αυτό το βρώμικο, εξαθλιωμένο της φεγγάρι πίσω απ’ τη πόρτα, σαρκάζοντας, εξομοιώνοντας τους πάντες και τα πάντα… Προσέλθετε, όσοι πιστοί κι απολωλότες…
κι οι γέροι ποιητές
προβάλλουν το κεφάλι στο παράθυροείναι ώρα τους,
φωνάζουν βοήθεια,
φωνάζουν άγνωστους φαντάρους πάνω,
επισείουν προκλητικά το πορτοφόλι τους,
ρίχνουν μ’ ένα τρελό βλέμμα στη φωτιά τα ποιήματά τους
που πήρε μια ζωή να γράψουν,
γδύνονται να ’ναι έτοιμοι,
ανάβουν κερί, βάζουν κολόνια, πίνουν ηρεμιστικά,
ρωτούνε, βρίζουνε, δακρύζουν και ξαφνικά –
σωπαίνουν.
Τίποτα.
Η άβυσσος τους παίρνει, πέφτουν, χάνονται,
τέρατα μυθικά τους καταπίνουν στο σκοτάδι,
αιωρείται στον αέρα ένα χαρτί,
κάποιο πρωτόλειο ποίημα τους,
μυρίζει λίγο γιασεμί απ’ την κολόνια τους,
κι αυτό ήταν.
Ο φαντάρος βιαστικά κουμπώνεται, καληνύχτα.
Αύριο πάλι.
…………………………………………..