(τελευταία ανάρτηση στη ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ) Παύλος Μάτεσις, Δραματουργός με ταλέντο θεατή που ήξερε να γελάει αλλά ήξερε και να μη χειροκροτεί
(λεζάντα): «Όταν φύγω, θα προτιμούσα να έχουν καεί όλα τα βιβλία μου. Με ενδιαφέρουν τα έργα μου όσο ζω εδώ. Όταν δεν θα υπάρχω, θα προτιμούσα να μην υπάρχουν, να καούν»... Αυτή ήταν η -ευτυχώς, ανεκπλήρωτη- επιθυμία του Παύλου Μάτεσι, όπως την εξομολογούνταν στον Γιώργο Χρονά για τη «Βιβλιοθήκη» της «Ε» στις αρχές του 2010…
Ευτυχώς είμαι ευτυχής [μικρά αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ, Εκδόσεις Καστανιώτη 1990]
Λέγε με Ραραού καλύτερα. Ρουμπίνη βέβαια είναι το βαφτιστικό μου, πλην ουσιαστικώς βαφτίστικα Ραραού όταν βγήκα στο Θέατρο και με αυτό το όνομα έφτασα όπου έφτασα και στο βιβλιάριο του ΙΚΑ έχω προσθέσει «Δεσποινίς Ραραού, Ηθοποιός». έτσι θα με γράψουν και στο επιτύμβιο μου. Τη Ρουμπίνη την έχω διαγράψει… και λέω, μετά από δύο, τρεις αιώνες όταν και η πουλακίδα μου κι εγώ θα έχουμε γίνει δύο σκόνες αμέριμνες, μπορεί (μια ελπίδα μου λέω), μπορεί να μας ανασηκώσει μια μέρα το ίδιο αεράκι, και να μας ενώσει για λίγο, στον αέρα. Δύο στιγμές παρέα.
Γεννήθηκα στις επάλξεις. Πρωτεύουσα κι αυτή, αλλά επαρχίας.Έφυγα ετών δεκαπέντε, με τη μάνα μου και τρεις φέτες ψωμί, κάτι μήνες μετά τη διαπόμπευσή της, όταν εορταζόταν ακόμα η λεγόμενη Απελευθέρωση. Και δεν θα επιστρέψω εκεί ποτέ. Ούτε η μάνα μου θα επιστρέψει εκεί ποτέ. Την έχω ενταφιάσει εδώ, στας Αθήνας, η μόνη πολυτέλεια που μου ζήτησε, αντί διαθήκης. «Παιδί μου, τώτα που θα πεθάνω, απαιτώ μια πολυτέλεια: να με θάψεις εδώ. Μην γυρίσω ποτέ εκεί κάτω. (Δεν ξαναείπε ποτέ τη λέξη «Επάλξεις», αν και γενέτειρά της). Κάμε νόμο τρόπο να μου αγοράσεις τάφο ισόβιο. Άλλο δεν σου απαίτησα ποτέ. Μην επιστραφούν εκεί κάτω ούτε τα κόκαλά μου»
Κι έτσι αγόρασα τον τάφο, όχι πολυτελείας βέβαια, και της πηγαίνω επίσκεψη μία τόσο.Της πάω δώρο κανένα άνθος, μία σοκολάτα, της ρίχνω και λίγη απ’ την κολόνιά μου –αυτό το κάνω επίτηδες διότι όσο ζούσε δεν με άφηνε, τις θεωρούσε πολυτέλειες αμαρτωλών, μόνο μία φορά έβαλα κολόνια, μου είχε πει, στο γάμο της. Τώρα τη ραίνω κι αν μπορεί σας φέρει αντίρρηση. Τη σοκολάτα της την πηγαίνω επειδή ήταν, μου έλεγε, το όνειρό της επί τέσσερα έτη της Κατοχής: να φάει μια σοκολάτα όλη δική της. Μετά την Κατοχή, πικράθηκε με υψηλή πίκρα και έκτοτε δεν επιθύμησε σοκολάτα ποτέ......................
..............................................................................