Λοιπόν, Τον άρπαξε το σύννεφο της Κυριακής και πάει αυλάκι μέσα στη σιωπή
Απ’ έξω τίποτα το ιδιαίτερο όπως όλοι μας. Δυο κάτω άκρα δυο άνω, είκοσι δάχτυλα που εξημέρωναν τον ύπνο. Ο δείχτης, ο μέσος, ο αντίχειρας στερεά γωνία σαν έσμιγε η ψυχή με ίσκιους. Κρανίο έγχορδο όπως όλοι μας… Επάγγελμα δικτυωμένος μεταρσιωτής νομικών προσώπων. Φρονήματα ελαφρώς σπογγώδη ποδοσφαιρικά, σου λέω τέλειος καθόλα σύμφωνος με τις προδιαγραφές της αποστολικής μας διακονίας, δικός μας άνθρωπος… Μόνο που – ώρα φεγγαράδας- βρε παιδί μου εκείνη η διαφάνεια στο δέρμα του φέγγιζε όλος από μέσα του αλλιώτικος με τη χοάνη προς τα πάνω παραβολικός, το κεφάλι κάτω τα πόδια διεστώτα τον ανήφορο, κέντρο συμμετρίας το δωδεκαδάχτυλο, σημείο πως κάποτε ήτανε πηγάδι, το χέρι του χωμένο ως τον ώμο στο λάρυγγα του φεγγαριού έπαιρνε μηνύματα. Ύστερα πόρτα-πόρτα πουλούσε σπέρμα πρωινό και προσωπεία… σε γλώσσα που απταίστως ομιλεί και τον καταλαβαίνει…
Δεν ξέρω τη λέξη, δεν την άκουσα ποτέ, δεν γράφεται δεν λέγεται, δεν ξέρω τη λέξη, ίσως ωκεανός, ίσως χτύπος που αλητεύει μέσα στο αίμα, ίσως γυναίκα, δεν ξέρω τη λέξη. Υποπτεύομαι το κάθε βήμα: την πιστολιά που ταξιδεύει ανάμεσα στα άστρα, αθωωμένη παρότι ένοχη. Κι εσένα το μικρούλι λεπιδόπτερο ν’ αντανακλάς τ’ άγλωσσο χάος στον αστερισμό των ωαρίων… Περίμενέ με. Φτάνω μεσάνυχτα ακριβώς, μεσάνυχτα και πέντε κάνουμε έρωτα invitroσε δοκιμαστικό σωλήνα. Στα μάτια μας αναποδογυρίζει η ίρις… Έλεγες: τωόντι αναμάρτητο το σπέρμα ενδοφλεβίως. Έξω μακριά σε κάποιο Μπαγκλαντές με τα γεράνια του ο θάνατος… Συνεχίζαμε ως το πρωί σε δοκιμαστικό σωλήνα [ΑΝΑΚΛΗΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΕΓΟΝΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ και ΒΡΑΔΙΝΟ ΔΕΛΤΙΟ]
Τώρα, δεκαεφτά κουρσάροι Λαιστρυγόνες, μα αυτός ακόμα σύννεφο, κυνηγάει αποσιωπητικά… μετρώντας λέξεις φύλλο φτερό στο ντάλα της θαλάσσης
ΔΕΚΑΕΦΤΑ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ
Τι έχει να κάνει πόσοι είναι οι Λαιστρυγόνες
δεκατρείς τρακόσιοι, τι έχει να κάνει;
μην είναι σίγουρο που έχω αύριο δυο χέρια ένα κούτελο;
στις φλέβες μου ο ίδιος άνεμος να σπρώχνει λέξεις
καταπάνω στις οξιές και τα κατάρτια;
Μένω εδώ λοιπόν ξερός.
Γέμισε ο τόπος Θερμοπύλες Θεσπιείς, απέναντι
με τα ταμπούρλα τους οι Μήδοι,
άχρονα θεωρήματα κυκλώσανε τους λόχους μας,
ποταμός αόμματος έριξε το σπίτι
περνάει, παίρνει
εμένα το κλεισιοσκόπιο γωνιά Υμηττού Φορμίωνος
κι εσένα κοφτερή προκήρυξη που σήκωνες οδοφράγματα
πιασμένοι οι δυο μας χέρι χέρι
τρελοί με τα φωνήεντα των Ελλήνων
δεν περνούνε οι φασίστες…
τώρα νέα μου τρέλα γιος των όρνιων
κυνηγώ αποσιωπητικά, δίνω τα μάτια μου σε αστρίτες,
το στήθος μου εθνόσημο του φεγγαριού,
τελευταίο μου φυσίγγι η πλεξούδα απ’ τα μαλλιά σου.
Ήσουνα τότε στα δεκαεφτά,
δεκαεφτά κουρσάροι λαιστρυγόνες,
μα εγώ ακόμα σύννεφο
Μακρόθυμη η θημωνιά με τα ολόρθα στήθη της και το καταζητούμενο προσάναμμα… Κατόπιν δεν είχε τίποτα την ίδια σημασία
Κάτω από το παράθυρο μου πέρασε πάλι αυτός δόκανο για φεγγάρια.
Το κεφάλι του τετράγωνο κλουβί μέσα του ένα μάτι απ’ τα λίγα που περίσσεψαν της νύχτας μα όχι ψάρι… Σου γράφω μετά από τρεις βροχές . Η απόπειρα μου για το ποιος είναι ο άλλος που είμαι απότυχε. Τι να σου λέω λοιπόν για τη μοναξιά με λέξεις. Μη δεν είδες θερισμένο κάμπο πέρα-πέρα καταμεσί του απόμαχο βαγκόνι έξω από τις ράγιες τη σιγαλιά ν’ ακουμπάει πάνω του δίχως κουδούνι να βοσκάει η ερημιά κατάψηλα να περιπολούν κοράκια; Κάτω απ’ το παράθυρο μου πάλι αυτός Το κεφάλι του εγώ: είσοδος κινδύνου [ΕΣΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ]
Άλλο από ένα παραλήρημα δεν σου ’μεινε φυσίγγι
δεν έχει άλλη εκβλάστηση από την φλέβα σου
που πλημμυράει την πολιτεία συρίζοντας
ως τον ενδότοιχο
σφαγμένη εντός σου μια ερώτηση δε λέει να σωπάσει
ανατέλλει δύει εντάφια πλησιφαής
με φεγγάρια χαίνει με παλίρροιες
όπως απλώνει στα ορυκτά το έκζεμα του πλανήτη
κι από τη βολή του πρόγονου δε σβήνει η ηχώ
ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ΕΠ’ ΩΜΟΥ
Ανίχνευα τα μέλη της
έψαχνα για πέρασμα στον κόλπο
βαθιά μουκάνιζε μινώταυρος η άβυσσος
με τα ωάρια της θάλασσας ανέβαινε
και με σαΐτες.
έψαχνα για πέρασμα στον κόλπο
βαθιά μουκάνιζε μινώταυρος η άβυσσος
με τα ωάρια της θάλασσας ανέβαινε
και με σαΐτες.
Στο όνομα της έξαψης ίππευε αλαλάζουσα
το δεξί βυζί κομμένο
δοσμένη στην τοξοβολία
το δεξί βυζί κομμένο
δοσμένη στην τοξοβολία
Εγώ πεζός με το σύννεφο επ’ ώμου
με τη φλεγμονή της ανηφόρας
με μια Κολχίδα μες στο νου
κατεπάνω του στο άπειρο
Άσπρο ελάφι ο δυϊσμός βόσκαε τα μάτια μας
σκόρπια στο πάτωμα
με τη φλεγμονή της ανηφόρας
με μια Κολχίδα μες στο νου
κατεπάνω του στο άπειρο
Άσπρο ελάφι ο δυϊσμός βόσκαε τα μάτια μας
σκόρπια στο πάτωμα
εδώ και μπρος μόνο ταλάντωση είναι ο χρόνος ξεχάστε πια το θάνατο είπες… και Μήνιν άειδε
Ψυχή μου αγρίεψες
-τι πολύφημος αυτό το ψ-
Δεν είναι που πιάστηκες να ζητιανεύεις
μα που ανύποπτη δίχως εμβόλιο
ανάμεσά τους διάβηκες
των μολυσμένων
Φτύσε τους
τώρα πια όλοι τους είναι «οι άλλοι»
Πέντε δέκα δεκαπέντε, ώσπου να πω βροχή εξαφανίζεται η πύλη που άνοιξαν δρυοκολάπτες στον κορμό του τοίχου… Στάλα σταλαγματιά σταγόνα στάζει η λαιμητόμος στο προσκέφαλό μας. Η ακτινογραφία του καθρέφτη έδειξε υποταγή ειδώλου, δεν έχουν πια θέση καμιά τα πεφταστερια στο τραπέζι. Σβησμένο απόμεινα χαμένο μηρυκαστικό, τις πρασινάδες ονειρεύομαι κι ένα ανάποδο θαυμαστικό όπως το καναρίνι που δε θάψαμε κι όμως αντήχησε η οργή του πεύκου ως τα άπατα των προσευχών (Χαρά Ναούμ)
[συνονθύλευμα στίχων ΕΚΤΩΡΑ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΥ με κόκκινες αποστροφές Ανδρέα Εμπειρίκου κι εμβόλιμη Χαρά Ναούμ ερωτεύεται τις λέξεις]