τελευταία ανάρτηση στις ΙΣΤΟΡΙΕΣ λέξεων με αρχή μέση και ΓΑΜΑ Λυκείου)Γιώργος Θεοχάρης, Εκπαιδεύοντας τον πατέρα στη χαρά της ανάγνωσης
[διπλό ΚΛΙΚ στην εικόνα για υπερσύνδεση με ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ]
(λεζάντα): Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1919. Τελείωσε το δημοτικό το 1931 και από τότε, μέχρι το 1989 που βγήκε στη σύνταξη, δούλευε. Η ζωή του ήταν σπίτι-δουλειά. Βιβλία δεν διάβαζε – δεν είχε διαβάσει ποτέ, ούτε ένα! Διάβαζε καθημερινά εφημερίδα, αλλά κι αυτήν στα πεταχτά. Όταν συνταξιοδοτήθηκε έπεσε σε κατάθλιψη, κάτι που συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους της δικής του κατηγορίας, εκείνους δηλαδή που επιλέγουν, συνειδητά ή όχι, ως κοσμοθεωρία μία ad hoc προτεσταντική ηθική της εργασίας. Ένα από συμπτώματα της δικής του κατάθλιψης ήταν καθημερινή, ατελείωτη τηλεθέαση. Όσο δούλευε, έβλεπε τηλεόραση ελάχιστα. Εκείνο που του άρεσε ήταν το θέατρο – λάτρευε την επιθεώρηση, δεν έχανε παράσταση μέχρι τη δεκαετία του ’70. Μετά, όταν άλλαξαν και η επιθεώρηση και η διάθεσή του, έκοψε και το θέατρο. Του άρεσε επίσης το τραγούδι –είχε καλή φωνή, έπαιζε και μαντολίνο–, αλλά είχε μείνει στη δεκαετία του ’50 – από κει και πέρα αδυνατούσε να παρακολουθήσει τις εξελίξεις.
Με το βιβλίο δεν είχε καμία σχέση. Όταν άρχισα, πιτσιρίκος στο δημοτικό, να ζητάω βιβλία (επηρεασμένος από την αγαπημένη μου δασκάλα), ικανοποιούσε τις επιθυμίες μου, αν και διστακτικά. Έτσι, διάβασα όσα όφειλα ως παιδί, δεν έχω παράπονο. Στην εφηβεία αρχίσαμε τις κόντρες: δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήμουν συνέχεια μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Θεωρούσε το διάβασμα χάσιμο χρόνου (και αργότερα, όταν άρχισα να διαβάζω θεωρίες, κακή επιρροή). Καθώς όμως τα πήγαινα καλά στο σχολείο, δεν μπορούσε να βρει πάτημα για να προχωρήσει σε απαγορεύσεις, οπότε σταδιακά αποδέχτηκε το χούι μου, χωρίς πάντως να σταματήσει να γκρινιάζει. Αργότερα, στα μετεφηβικά μου χρόνια πια, όταν κατάλαβε επιτέλους ότι τα βιβλία θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου, όχι μόνο με άφησε ήσυχο, αλλά στήριξε και τις επιλογές μου, κρυφοκαμαρώνοντας. Ο ίδιος, βέβαια, βιβλίο δεν έλεγε ν’ ανοίξει. Εξακολουθούσε να βρίσκει το διάβασμα αφύσικη δραστηριότητα.
Με το βιβλίο δεν είχε καμία σχέση. Όταν άρχισα, πιτσιρίκος στο δημοτικό, να ζητάω βιβλία (επηρεασμένος από την αγαπημένη μου δασκάλα), ικανοποιούσε τις επιθυμίες μου, αν και διστακτικά. Έτσι, διάβασα όσα όφειλα ως παιδί, δεν έχω παράπονο. Στην εφηβεία αρχίσαμε τις κόντρες: δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήμουν συνέχεια μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Θεωρούσε το διάβασμα χάσιμο χρόνου (και αργότερα, όταν άρχισα να διαβάζω θεωρίες, κακή επιρροή). Καθώς όμως τα πήγαινα καλά στο σχολείο, δεν μπορούσε να βρει πάτημα για να προχωρήσει σε απαγορεύσεις, οπότε σταδιακά αποδέχτηκε το χούι μου, χωρίς πάντως να σταματήσει να γκρινιάζει. Αργότερα, στα μετεφηβικά μου χρόνια πια, όταν κατάλαβε επιτέλους ότι τα βιβλία θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου, όχι μόνο με άφησε ήσυχο, αλλά στήριξε και τις επιλογές μου, κρυφοκαμαρώνοντας. Ο ίδιος, βέβαια, βιβλίο δεν έλεγε ν’ ανοίξει. Εξακολουθούσε να βρίσκει το διάβασμα αφύσικη δραστηριότητα.
…………………………………..