τελευταία ανάρτηση από το ιστολόγιο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ: Γιώργος Χειμωνάς, Ένα γλυκό και πράο πρόσωπο στην ερημιά
(λεζάντα): Μέχρι το νοσοκομείο έφτανε ο ήχος του τυμπάνου σαν να ήταν η καρδιά εκείνης της ερημιάς που χτυπούσε κι ένιωσα καθώς άνοιγα τη βαριά θύρα να μπω συμπάθεια για μια μαραμένη Αντωνία καθώς έπιανα το κρύο σίδερο της πόρτας ένιωσα ζεστασιά για την Αντωνία…. Όμως προσπερνάω και τρέχω ακόμα γιατί δεν ήταν μια φωνή μια ατέλειωτη αγωνία μια θλίψη ασύλληπτη που μ’ αιφνιδίασε με την άγρια αλήθεια της κι έτρεχα να την φτάσω. Σταματάω πιο πέρα κι ακούω τον τυμπανιστή να χτυπάει με δύναμη το τεντωμένο πετσί…
(λεζάντα): Μέχρι το νοσοκομείο έφτανε ο ήχος του τυμπάνου σαν να ήταν η καρδιά εκείνης της ερημιάς που χτυπούσε κι ένιωσα καθώς άνοιγα τη βαριά θύρα να μπω συμπάθεια για μια μαραμένη Αντωνία καθώς έπιανα το κρύο σίδερο της πόρτας ένιωσα ζεστασιά για την Αντωνία…. Όμως προσπερνάω και τρέχω ακόμα γιατί δεν ήταν μια φωνή μια ατέλειωτη αγωνία μια θλίψη ασύλληπτη που μ’ αιφνιδίασε με την άγρια αλήθεια της κι έτρεχα να την φτάσω. Σταματάω πιο πέρα κι ακούω τον τυμπανιστή να χτυπάει με δύναμη το τεντωμένο πετσί…
Μέσα στη σάλα ήταν πολλοί άνθρωποι κι ήταν κι ένα όμορφο κορίτσι ζαρωμένο σ’ έναν πάγκο φορούσε μαύρο σαλβάρι κι άσπρη μαντήλα στο κεφάλι θα ήταν τουρκάλα είχε όμορφο και χλομό πρόσωπο και κάθε τόσο με το χέρι της τραβούσε πίσω κι έσιαχνε τη μαντήλα και φαινόταν κάθε τόσο ένας ολόασπρος λείος κρόταφος πιο άσπρος και από τη μαντήλα κι έτσι τα μάτια της φαινόταν πιο μαύρα.Τα χέρια μικρά χεράκια και βρώμικα νύχια ήταν ανήσυχα ακουμπούσαν στην κοιλιά και δίπλα της καθόταν ένας γέρος που έσκυβε και κάτι της έλεγε κι η φωνή της ήταν βραχνή και γλυκιά. Κάθε που έμπαινε μέσα κανένας σακάτης κάθε που έφερναν κάποιο κέρινο λιπόσαρκο πράγμα και το απίθωναν με προσοχή στον πάγκο ή το άφηναν καταγής να στενάζει και να σιγοβογγά η φρίκη της έγλειφε τη ράχη με την αγκαθωτή της γλώσσα και τα φρύδια της σμίγαν και το χέρι της κατέβαινε νευρικό με σπασμένα δάχτυλα κάτω από την κοιλιά στο κρυφό μέρος που εγώ το έβλεπα κάτω απ’ το χοντρό σαλβάρι ν’ ανατριχιάζει καθώς το χάιδευε με την μαυλιστική της χούφτα η ήβη.
. ………………………………………………….