(τελευταία ανάρτηση στην ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΨΕΘΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ) Εσμεράλδα Γκέκα, Την ομορφιά μου αντάλλαξα για ένα καρβέλι στίχους, την ψυχή μου πούλησα στην Ποίηση
(λεζάντα)Πιστεύω εις μίαν θεάν ερώτων παντοκράτειρα ποιητήν ουρανών μα πεσμένην κατά γης μουσών τε πάντων και νεράιδων. Και εις μίαν ωκεάνιον ψυχήν, την αντεράστρια της θεάς την αειθαλήν την εκ του έρωτος γονιμοποιηθείσα προ πάντων των θαυμάτων. Ως εκ χάους, συνειδέναι αληθινόν εκ λήθης λιθίνου κερασθέντα και ονομασθέντα άσπιλον ως εξ αυτής. Εις μίαν αγείαν, καθολικήν και συμπαντικήν αλήθειαν.
Ρευστός και εύπλαστος μέσα στον κόσμο, τα πράγματα δεν έχουνε για μένα δίνη, τίποτε δε με παρασέρνει. Καιρό τώρα με στίχους τίποτε δε γεννάω. Σαν άλλο σπέρμα να χρειάζεται. Και να που η Άνοιξη με γαργαλά με τη μικρή της παρυφή στο σπλάχνο μ’ ένα ένστικτο και να ζευγαρωθώ θέλω με την Ομορφιά. Φως εσύ απόκοσμο, φερμένο από κάτω, από τα Τάρταρα του καθρέφτη, θέλω μέσα σου να μπω, να πήξω. Άσε με στον ήλιο σου να μπω να ξεθωριάσω. Πλάσμα αγγιχτό από τα δάχτυλα της ψυχής με την ορθάνοιχτη αφή τους, όραση δεν είχα πριν σε δω. Και σ’ έζησα μονάχα μια στιγμή, όπως το πρώτο όνειρο, δίχως συνείδηση και δίχως μνήμη. Κι ό, τι είμαι, ό, τι υπάρχω στον κόσμο είναι δυο φορές. Μεγαλώνω. Απ’ τις προεξοχές μου όλες ξεπηδούν έτοιμα γονίδια και γίνονται οι προεκτάσεις μου στον κόσμο. Κι εσένα, πλάσμα φτιαγμένο από θεό (θεός το κύριο υλικό της μάζας σου), που την ιμερόφωνη σιωπή σου ακολουθεί υποτακτική μίαν Ηχώ, θα σου ράψω όνειρα από κορμιά αγγέλων και θα τ’ ασημώσω με το μικρό υγρό της πίστης τους σε ό, τι δεν πιστεύεις. Αρκεί να διοχετευθείς στο δοχείο της ψυχής μου και να στεγανώσουμε μαζί μέσα στον χρόνο και να λες «Εγώ», όταν σε ρωτούν. Μίλα, μίλα, ψυχή μου! Αχ, αυτό σου το στόμα, σαν ορθάνοιχτο τριαντάφυλλο, που οδηγεί σε άλλον κόσμο. Θα μπω ολόκληρος μεσ’ από την ανοιχτή πληγή σου και θα πήξω μες στο αίμα σου σαν φάντασμα και σαν ανάμνηση φωτός. Άκουσα κάποτε για μια νύμφη των δασών και του αγέρα. Μπήκε μέσα της με το μεγάλο πέος του ο Ήχος κι από τα πόδια της έτρεξαν ρόδα και από τα στήθη της γάλα συκιάς. Για να κλάψει από έρωτα, δανείστηκε μάτια ανθρώπινα… Μα κι ο Νάρκισσος μπρος στο είδωλό του, άδειο ρούχο Ηχούς, στιγματισμένο με το όνειρο του Ενδυμίωνα, για πάντα φωσφορίζον κάτω από πανσέληνο προσδοκιών. Μα ξέρω τώρα ο συμπαγής, ραγίζοντας στο κάτοπτρό σου, στους αιώνες του Έρωτα η ψυχή, και Ηχώ και Νάρκισσος. Τώρα ξέρω.
……………………………………………..
Αν σ’ ενδιαφέρει, διάβασε ολόκληρη την ανάρτηση στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ « Αλχημεία Ψευδαισθήσεων» με ΚΛΙΚ εδώ