ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ vsΜπόρχες: όταν πεθαίνει ένας Ποιητής γεννιέται μια λέξη στο σύμπαν των Ονείρων
(λεζάντα): Κι εκεί πάνω από το μνήμα του Ποιητή, όταν πάψει να ενεργεί του λόγου η μαγεία και παραλύει το μέγα συμπαθητικό μας σύστημα που ενώνει τις λέξεις μεταξύ τους, πληρώνονται όλοι οι λογαριασμοί.Μα τη γλώσσα αυτή δεν την καταλαβαίνει ο αποστερημένος από τα ίδια του τα όργανα ο καταδικασμένος από την καταδίκη του ενάντια στον Αχρείο δράστη του εγκλήματος τον βγαλμένο από του εαυτού του τα κελιά. Κι έτσι κυνηγάει απ’ έξω του, ο αυτουργός, τον ίσκιο του κακού που δεν το συλλαμβάνει μέσα του.
Όταν πεθαίνει ένας Ποιητής η μαγεία του λόγου παύει να ενεργεί. Το νευρικό σύστημα που συνδέει τις λέξεις μεταξύ τους και στέλνει τα μηνύματα στο συλλογικό εγκέφαλο σμπαραλιάζεται. Τα αποτελέσματα είναι θανάσιμα για το λαό.Μια περίοδος σεξουαλικής ατροφίας ακολουθεί. Τα χωράφια δεν παράγουν σιτάρι, στα καρποφόρα δένδρα τα φρούτα ξεραίνονται πρόωρα. Ο ίδιος ο ήλιος σταματάει την κίνησή του. Φοβερές κάψες ακολουθούν. Λιμός και χολέρα ξεσπάνε. Παιδιά δεν γεννιούνται πια ζωντανά από τα σπλάχνα των μανάδων τους. Μια γενική παραλυσία σταματάει κι εμποδίζει κάθε κίνηση στη χώρα. Τότε ξεκινάν τα πλήθη μ’ επικεφαλής τον Αρχιερέα, τον διορισμένο από τον ίδιο τον τύραννο, και πάνε να κάνουν τα παράπονά τους. Ζητάνε ούτε λίγο ούτε πολύ να τιμωρηθεί ο υπαίτιος και να γίνει παράδειγμα η περίπτωσή του ώστε να μην επαναληφθεί το κακό. Ο τύραννος δέχεται την αντιπροσωπεία του λαού με ανάμικτα αισθήματα. Αισθάνεται υποχρεωμένος να κάνει κάτι για να ξεπλύνει το όνειδος, το μεγάλο κενό σαν μια πληγή που κακοφόρμισε, που άφησε με το θάνατό του, ολάνοιχτο, σα στόμα του Άδη, ο μακαρίτης. Από την άλλη βλέπει με καχυποψία κάθε ενέργεια που προέρχεται από τα κάτω. Φοβάται σαν το διάβολο την πνευματική αντιπροσωπεία, έστω και πουλημένη, έστω και ταπεινή ικέτιδα. Γυναίκες που πιάνουν τα γόνατα όπως το παλιό καιρό, μανάδες πικραμένες που οδύρονται για τα παιδιά τους. Τα σπλάχνα του τυράννου ταράσσονται. Μια συναυλία από χάλκινα όργανα γίνονται τα έντερά του. Σηκώνεται ταραγμένος από την πέτσινη πολυθρόνα του γραφείου του κι ορκίζεται όρκο φοβερό στα κόκαλα της μάνας του και του πατέρα του, ορκίζεται στη ζωή των παιδιών του, ορκίζεται στους θεούς και τους διαβόλους ότι θα κάνει το παν για να ξεπλύνει την ντροπή. Ότι θα ενεργήσει ώστε να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι υπαίτιοι. Λίγο υποψιάζεται τι θα ακολουθήσει. Μια βοή υψώνεται από τις φυλακές και φέρνουν μπροστά του οι δεσμοφύλακες έναν κατάδικο κουρελιασμένο και αιμόφυρτο που χτυπάει το στήθος του και βογκάει. «Εγώ, εγώ είμαι ο φταίχτης εξοχότατε. Σκοτώστε με, τιμωρήστε με. Κρεμάστε με. Χαρίστε μου τη ζωή και δεν θα το ξανακάνω». Ο τύραννος τον κοιτάει με αηδία. «Ένοχος», ψιθυρίζει στον Αρχιερέα… «Ομολόγησε», απαντάει εξίσου ψιθυριστά, ο ύπατος πνευματικός άρχων. «Να εκτελεστεί πριν από το ηλιοβασίλεμα…», δηλώνει κοφτά ο Εξουσιαστής και βίαιος άρχοντας. «Μα εξοχότατε», μουρμουρίζει ο Πνευματικός Άρχοντας, «η ποινή του θανάτου έχει καταργηθεί για τα μάτια του κόσμου». «Να στραγγαλιστεί κρυφά στο κελί του» δηλώνει ψυχρά ο Ελεγκτής.
………………………………..
Αν σ’ ενδιαφέρει, διάβασε ολόκληρη την ανάρτηση στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ «ΓΙΑΝΤΕΣ δηλαδή το ξέρω, Πάρτε μαζί σας νερό το μέλλον μας θα έχει πολλή ξηρασία» με κλικ ΕΔΩ