(τελευταία ανάρτηση σ’ αυτό το ιστολόγιο)
Νίκος Εγγονόπουλος, Απ’ τα στόρια των παραθύρων γιομίζει το δωμάτιο ένα ήρεμο πρωινό φως
(λεζάντα): Τώρα τα χρώματα: το γαλάζιο τ’ ουρανού το πράσινο των δένδρων το μουντό των βουνών να στοιχεία συνθέσεως για τον γοητευτικό τον εξαίσιο πίνακα της ζωής… Κλείσε τα μάτια: τότες μπροστά σου θα παρελάσει όλη η παλιά ζωή…
ΚΛΕΙΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ: τότες μπροστά σου θα παρελάσει όλη η παλιά ζωή…
Περνούσα έτσι ανύποπτος, μέσα στην γόνδολα, όταν με φώναξε:
-Έλληνα! Ε, Έλληνα!...
Στέκονταν. όρθιος, πίσω απ’ τη σιδερένια καγκελόπορτα του χορταριασμένου περίβολου, στον αη Γιώργη των Γραικών, πάνω στο κανάλι.
-Βρε! του κάμω, τι ζητάς εδώ;
-Είμαι νεκρός, μου κάμει.
-Καλά, του λέω, ευλογημένε! Συ, ένας Ρωμαίος, εδωπέρα βρήκες να πεθάνεις! Δεν ερχόσουνα ν’ αναπαυθείς κει κάτω, στα χώματα τα δικά μας, τα απαλά!
-Θαν το ’θελα, μ’ απάντησε. Άλλωστε μου το’ χε πει μια νύχτα κι η Ναταλίνα της Λιμνοθάλασσας, την ξέρεις, η απαλή κόρη με τους χρυσούς μαστούς. Με ξεμονάχιασε, παράμερα: «Πάρε με να φύγουμε από δω, μου λέει. Είναι αδύνατον, δεν μπορώ πια να ζήσω με ‘τσοι’ Μουρανέζοι». Η μάνα της, βλέπεις, ήταν Σμυρνιά. Όμως με κράτησε εδώ εκείνη η άλλη, η πουτάνα, η ξανθιά, η έμορφη η «Σ’ Αγαπώ», που εργαζότανε, θα τηνέ θυμάσαι, στα «πεννάκια» (;) στο γουναράδικο της Φρετσερίας. Ως κάθε βράδυ μου ερταγούδαγε θερμά το «μακριά κι αν θα ’σαι», μου γλύκαινε τ’ αχείλι και μου σπάραζε την καρδιά.
………………………………………………………..
Αν σ’ ενδιαφέρει, διάβασε ολόκληρη την ανάρτηση στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ «ΚΑΡΟΥΖΟΣ Νίκος Διάττων ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ Μίλτος Κληρονόμος ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ Έκτωρ Λυγμός ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ Μάνος Ανισόρροπη Μούσα» με κλικ εδώ