Δημήτρης Δημητριάδης, Η απόρρητη αλήθεια του κόσμου
(λεζάντα): Ταυτίζω την λογοτεχνία με την πολιορκία μιας Αλήθειας η οποία δεν αλώνεται παρά μόνον μέσα από τους αργούς ελιγμούς και με την τελική κεραυνοβόλα εκτέλεση μιας θυσιαστικής πράξεως… Καθ’ ότι ο συγγραφέας νοσταλγεί, ποθεί, καλεί, απωθεί, επικαλείται, εκλιπαρεί, περιμένει, μεθοδεύει, προετοιμάζει, αποτρέπει, αποστρέφεται, θαυμάζει, δελεάζει, σαρκάζει και τρομάζει, ζει ή επιζεί επιλέγοντας ή αποδεχόμενος για τον εαυτό του εκείνον τον τρόπο ζωής που θα ευνοήσει περισσότερο από άλλον τη δική της έλευση.
Τι είναι η λογοτεχνία;
Η πράξη αυτή συνίσταται σε τούτο:ένας άνθρωπος ευάλωτος, κυκλωμένος από απειλές και επιρρεπής σε καταρρεύσεις, δυσκίνητος μέσα στον κόσμο και καθηλωμένος, διεγερτικά και παραλυτικά, από το θέαμα των ανθρώπων, καταδικασμένος σε κινήσεις ατελέσφορες και σε κρίσεις που τον κάνουν να φτάνει εκεί απ’ όπου δεν γυρίζει εύκολα κανείς ή και δεν γυρίζει καθόλου, κάποιος λοιπόν, που ζει την απουσία νοήματος, την έλλειψη δικαιώσεως, και την αναζήτηση του νοήματος και της δικαιώσεως, απροσδιόριστος και απεριόριστος, ανάστατος και αβάσταχτος, μέσα από την κοίτη των ανθρώπων, μετατίθεται –έπειτα από διεργασίες που η λογική τους και η αιτιολογία τους του είναι σχεδόν τελείως αδιερεύνητες- μετατοπίζεται από την αδράνεια, την άνοια, το αφόρητο και το κενό, σε ένα σημείο εντάσεων και συμπυκνώσεων τόσο ισχυρών, σ’ ένα είδος χαράς που παρακινεί πηγαία σε ύμνους ευχαριστιακούς τόσο κορεστικούς, ώστε αυτομάτως, μέσα σε μια εκτύφλωση, με μια τρομακτική εκτίναξη, με μια εκφόρτιση ζωοδόχο, εγκαταλείπει αυτό που ήταν ως εκείνη τη στιγμή –περίπου τίποτα- και γίνεται κάτι.
«Περίπου τίποτα»:το χαμηλότερο σημείο όπου μπορεί να φτάσει η κλίση της γραμμής μιας ανθρώπινης ζωής, το σημείο όπου η αποτυχία είναι συντελεσμένη, το σημείο όπου η πάθηση, για να μην αντιστρατεύεται πια τη ζωή, θα πρέπει «να πάρει» το Άπαν που εκλιπαρεί να της δώσουν, εκεί όπου το μόνο που απομένει στον συντριμμένο, στον άνθρωπο που έχει προσβληθεί από τη θανάσιμη επιδημία του ίδιου του εαυτού του, είναι είτε να αγαπηθεί μ’ αυτή τη μαύρη συντέλεια, εάν θέλει να συνεχίσει την αμφιλεγόμενη περιδιάβαση έξω από τον τάφο, είτε, εάν δεν το θέλει αυτό, να εκραγεί από την ίδια την ύλη του μυαλού του επισφραγίζοντας το ήδη παραδομένο τέλος.
«Γίνεται κάτι»: ενσαρκώνει κάτι.
Η ενσάρκωση αυτή εντάσσεται σε μια απρόβλεπτη και τυχαία σειρά άλλων αστάθμητων ενσαρκώσεων που, σαν ακανόνιστες βαθμίδες, οδηγούν στην τελική και ολική ενσάρκωση, σ’ εκείνην όπου η θυσιαστική πράξη που ονομάζω λογοτεχνία, φτάνει στο ύστατο και πιο δραματικό της στάδιο που είναι η ακάθεκτη πυρπόληση του συγγραφέα και η οριστική του αποτέφρωση.
………………………………..
Αν σ’ ενδιαφέρει, διάβασε ολόκληρη την ανάρτηση στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ «ΓΙΑΝΤΕΣ δηλαδή το ξέρω, Πάρτε μαζί σας νερό το μέλλον μας θα έχει πολλή ξηρασία» με κλικ ΕΔΩ