ΥΠΕΡΟΨΙΑ και ΜΕΘΗ; ή ΜΕ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΕΙΩΝ; (βαθέως το σκέφτεται το πράγμα ο Ποιητής)
Οι Λέξεις φταίνε!.. Γιατί (γράφει η Κική Δημουλά),
«Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν!..»
Αυτό που θέλω, όμως, να σου πω με Λέξεις, το πιο όμορφο απ’ όλα είναι ότι…
«η Ποίηση, στην πρωτογενή της έκφραση, είναι ο μαγικός εκείνος χώρος, στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό…» (Σαχτούρης)
και οι αέναες και άοκνες προσπάθειες των Ποιητών να ορίσουν την (συν) ουσία της Ποίησης έχει ως πρακτικό αποτέλεσμα αυτή την «ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια», για ν’ ανοίξουμε την Πόρτα της (που, στο τέλος-τέλος, αν πιστέψουμε τον Γιώργη Παυλόπουλο) είναι από την αρχή Ανοιχτή για μας.
Πάντως, όπως λέει ο Γιάννης Τόλιας,
«εσύ –και μόνο εσύ- θα επιλέγεις το χρόνο και το χώρο που θα συναντηθείς με το Ποίημα», με τα Λόγια των ποιητών που είναι «παιδιά πολλών ανθρώπων» (Σεφέρης)
για «μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε, μιαν ευτυχία, μια μέθη κι ενθουσιασμό ακόμη» (Ρίτσος)
δηλαδή μ’ αυτό τον «εξαίσιο, ανάλαφρο ίλιγγο» που για τον Εμπειρίκο μπορεί να είναι
«ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου» αλλά για τον ποιητή της Σονάτας δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα
«βαθύ-βαθύ πέσιμο, βαθύ-βαθύ ανέβασμα», μια διαρκής (αμφι)ταλάνευση «μες το ίδιο σου το κύμα»!..
Ακολουθούν ποιητικά (λυρικά) ερωτήματα ατάκτως ερριμμένα, για ένα Παγκόσμιο Ορισμό της Ποίησης -αφιερωμένα εξαιρετικά στη «Θηρεύτρια των Ονείρων», που «σηκώνει το φουστάνι ως τους μηρούς των Υποσχέσεων»!..
Όμως εσύ σε κανέναν μην αποκαλύψεις τη μυστική αυτή συνομιλία, ούτε τους ασπασμούς και τις θωπείες που ανταλλάσσονται…» (Γιάννης Τόλιας)
γιατί –ας κρατάμε και κάποια πισινή- μπορεί η Ποίηση
«να μην είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τρόπος να κρύψουμε το πρόσωπό μας» (Μανόλης Αναγνωστάκης)
μια χούφτα λέξεις δηλαδή που μ’ αυτές θα ζήσουμε όπως το λέει κι ο Αντώνης Τσόκος χορεύοντας Σουίνγκ με τ’ άστρα:
«μια χούφτα λέξεις μου απέμειναν. Μ’ αυτές θα ζήσω. Αυτές θα βγάλω βόλτα τ’ απογεύματα. Μ’ αυτές θα εξοφλώ τις τυπικές κουβέντες μου. Πάνω τους θα ξεσπώ τα ερωτικά ξενύχτια μου. Στις συλλαβές τους θα πιστώνω τ’ άσβηστα λάθη μου. Στα σύμφωνά τους θα σιωπώ. Στις καταλήξεις τους θα ονειροπολώ. Στο νόημά τους θα παρηγορούμαι… Θα τους ανακατεύω τα φωνήεντα. Θα τις φιλώ παράτονα. Θα τις μετρώ τα βράδια πριν κοιμηθώ. Τριάντα πέντε λέξεις μ’ άντεξαν. Μ’ αυτές θα συναρμολογήσω την παραξενιά μου…»
ΛΟΙΠΟΝ, ΑΣ ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΨΕΛΛΙΣΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ:
Ένα καλοφτιαγμένο ποίημα είναι κατάφαση ένθερμη στη ζωή, ακόμη κι αν μιλά για τον θάνατο. Είναι πνοή κάποιας ελπίδας, ακόμη κι αν μιλά για την απόγνωση. Όχι γιατί, τάχα, δεν έχει σημασία το ΤΙ αλλά το ΠΩΣ, αυτά, ως γνωστόν, στην αληθινή ποίηση δεν ξεχωρίζουν. Αλλά γιατί η κατορθωμένη Ομορφιά είναι η απόδειξη της δύναμής μας να επιβιώνουμε ανασυντάσσοντας τον κόσμο προς την κατεύθυνση του καλού. Έστω κι αν μοιάζει να κρατά όσο μια καλογραμμένη σελίδα. Η μέσα μας διάρκεια είναι πολύ μεγαλύτερη και η αντίστασή της σθεναρή… [ Δήμητρα Χριστοδούλου]
ΔΙΕΡΩΤΗΣΗ για να μην καθόμαστε άνεργοι; (ΚΑΡΟΥΖΟΣ),
ή λανθάνουσα κοινή ανθρώπινη ανάγκη για ΟΥΡΑΝΟ; (Σαχτούρης)
(τα παρακάτω ερωτήματα και ρήσεις είναι το υλικό για να συνθέσει ο καθείς το δικό του ορισμό):
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν:
Τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
Ναι! την καρδιά μας καρφώνει!
Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!
(Μίλτος Σαχτούρης)
Σφαγμένη εντός του μια ερώτηση δε λέει να σωπάσει
Άλλο από το παραλήρημα δεν σου ’μεινε φυσίγγι, δεν έχει άλλη εκβλάστηση από τη φλέβα σου που πλημμυράει την πολιτεία συρίζοντας ως τον ενδότοιχο σφαγμένη εντός σου μια ερώτηση δε λέει να σωπάσει ανατέλλει δύει εντάφια πλησιφαής με φεγγάρια χαίνει με παλίρροιες όπως απλώνει στα ορυκτά το έκζεμα του πλανήτη κι από τη βολή του πρόγονου δε σβήνει η ηχώ (ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ)
ΠΟΙΗΣΗ, Τα ίδια τα λόγια μας που είναι παιδιά πολλών ανθρώπων;
«Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα
Όπως τα πεύκα κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί» (Γιώργος Σεφέρης)
ΠΟΙΗΣΗ, Το Καταφύγιο που φθονούμε; (ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ),
ή μήπως η τέχνη «που κάπως ξέρει από φάρμακα,
νάρκης του άλγους δοκιμές
εν Φαντασία και λόγω…
και κάμνει – για λίγο – να μη νοιώθεται
η πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι του χρόνου; (ΚΑΒΑΦΗΣ)
Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί στο βάθος του πνιγμού κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων
απρόοπτες συναντήσεις, και χθεσινά και σημερινά και μελλούμενα
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμό ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω - όχι τα δίνω
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω,
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου … (Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος)
Βαθύ-βαθύ το πέσιμο, βαθύ-βαθύ το ανέβασμα, το αέρινο άγαλμα κρουστό μεσ’ στα ανοιχτά φτερά του
βαθιά-βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής-
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης, όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος πρόσεξε θα πέσεις… (Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος)
ΠΟΙΗΣΗ, «δυο χέρια ωραία γυναίκας που να’ χουν εξοικειωθεί με τ’ αγριοπερίστερα
ή ένα σύρμα ηλεκτρικό που οι αναμνήσεις του όλες να ’ναι από ρεύμα ηλεκτρικό; (λυρικό δίλημμα από τη Μαρία Νεφέλη του Οδυσσέα Ελύτη)
Δεν ήθελα αιωνιότητα. Καιρό μόνο ζητούσα (Δ. Καπετανάκης)
Εννιά χιλιόμετρα από δω φλέγονται θημωνιές και σπίτια.
Γονατιστοί κι αμίλητοι στου λιβαδιού την άκρη οι χωρικοί καπνίζουν τρομαγμένοι. Μα εδώ μια βοσκοπούλα με τα πόδια της παίζει στης λίμνης το νερό.
Και το σγουρό κοπάδι σκυμμένο στο νερό πίνει τα σύννεφα (ξένου ποιητή)
Η ποίηση, Ξυπόλυτη τρέχει να σβήσει τις φωτιές που καίνε δίχως έλεος την άνοιξη.
Θρηνεί το πρόσωπό της σε λέξεις ναυαγούς απ'των υποκριτών τις θύελλες. Τις νύχτες ραίνει την απόγνωση μ'αστέρια. Σαν το παιδί φορτώνεται το φως κι απ'το μηδέν ξανά ονειρεύεται τον άνθρωπο!.. (από τη συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ)
Ποίηση είναι «ένας χαρταετός, που ξέφυγε απ'τα χέρια παιδιού, πεταλούδα που γλιτώνει απ'τη φωτιά, νύχτα στρωμένη τσιγάρα λέξεις … (ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ)
Σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω από την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Πάνω στη φωταγωγημένη σάρκα μας που ηχεί από φτερά γλάρων αμέτρητες μέλισσες κέντησαν τα τραγούδια του Ιουλίου. Πριν λίγες ώρες πτώματα από πεταλούδες ευτυχισμένες το πρωί χάθηκαν στο χρυσοχείμαρρο του μεσημεριού εκεί στης τριανταφυλλιάς την όχθη σπρώχνοντας μύχιες σκέψεις Έκτορα Κακναβάτου
ΚΙ ΟΜΩΣ Η ΠΟΙΗΣΗ είναι μια πόρτα ανοιχτή, για την οποία αιώνες τώρα φτιάχνονται ατέλειωτες αρμαθιές αντικλείδια (ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ),
ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑείναι ένας μύθος για την ποίηση και αφηγείται μία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες απόπειρα να παραβιαστεί η ανοιχτή της πόρτα. Το πρόσωπο που αφηγείται έχει καθολική εποπτείαστον χώρο που είναι ο κόσμος και στον χρόνοπου είναι από τότε που υπάρχει ο κόσμος.
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουνε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια Πόρτα Ανοιχτή
Παράλληλοι (που πάει να πει πως συναντώνται στο άπειρο κι ακόμα παραπέρα) Διάλογοι Ποιητών:
Εμβρόντητος αντιλαμβάνομαι ότι τα πάντα έχουν ειπωθεί ότι η πρώτη ύλη του κόσμου, η γλώσσα είναι νεκρή (LarryCool)
Αφού δεν αντέχεις, γιατί αγγίζεις όνειρα υψηλής τάσης; (Γιάννης Τόλιας)
Είμαστε σαν το γρασίδι των δημόσιων κήπων. Κάθε τόσο μας κουρεύουν σύρριζα χάριν συμμετρίας αλλά… στα τάρταρα κουρέλι τον (κάθε) ΑΡΔΙΑΙΟ τύραννο απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΣΤΕ…
Αν δεν ρισκάρεις με παρόν,
κανένα παρελθόν δεν κρύβει μέλλον (Γ. Βερβέρης)
Αν νιώσεις ότι δεν πας μπροστά,
περπάτα ανάποδα
Αν κοιτάξεις μια σύμπτωση με γυμνό μυαλό,
μπορεί να τυφλωθείς
Αν η νιφάδα του χιονιού είναι τέλεια,
ο άνθρωπος δεν είναι (Ζυράννα Ζατέλη)
«Πάρτε μαζί σας «νερό». Το μέλλον μας θα έχει πολλή ξηρασία» (Μιχάλης Κατσαρός)… Νοσταλγοί της Ουτοπίας, ας μην πνιγούμε, λοιπόν, σε μια κουταλιά… ΣΙΩΠΗ
Μήπως όμως Ποίηση είναι τα όνειρα, που θυμούνται οι ποιητές για λογαριασμό μας;
Γιατί
όλοι μας ονειρευόμαστε πολύ κάθε νύχτα,
αλλά το πρωί έχουμε ξεχάσει το ενενήντα τοις εκατό απ’ όσα έγιναν.
Γι’ αυτό οι ποιητές είναι τόσο σημαντικοί για την κοινωνία.
Οι ποιητές θυμούνται τα όνειρά μας για λογαριασμό μας. (TomRobbins)
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ άναψε ένα βράδυ όλα τα φώτα του μυαλού του κι έφτιαξε μιαν έκρηξη, που θα μπορούσε να είναι και δική σου (Δημήτρης Δημητριάδης)
Αυτό είναι στο βάθος-βάθος η Ποίηση, η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς σ’ αυτό που σε υπερβαίνει
Επειδή χωρίς αμφιβολία υπάρχει για το καθένα από μας κι από μία ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν την βρει να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που να την γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος. Ό,τι μπόρεσα ν'αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια τη διαφάνεια, το χρωστώ σ'ένα είδος ειδικού θάρρους που μου 'δωκεν η ποίηση:
Να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό
και χαρταετός για τον άνεμο
ακόμα και όταν ουρανός δεν υπάρχει.
Δεν παίζω με τα λόγια.
Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς
νασημειώνεται μέσα στη ΣΤΙΓΜΗ
όταν καταφέρνει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια». (Οδυσσέας Ελύτης)
Αν ο Άνεμος, Νοτιάς της Ποίησης,
που φυσά στον Έρωτα αναπνοές Ονείρων, σε ρωτήσει…
«Ποια είναι η γλώσσα που μιλάς, θάλασσα εσύ»;
Τη γλώσσα της αιώνιας αναζήτησης, να του πεις!.
Κι εσύ, ουρανέ μου, σε ποια γλώσσα μου διαβάζεις τα γαλάζια σου γράμματα;
«Στη γλώσσα της ατέλειωτης σιγής των κρυμμένων αστεριών μου»
(Εσωτερικός μονόλογος, όταν ο Ποιητής μέσα μας δε λέει να σωπάσει)
ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΦΤΑΝΕΙΣ ΠΙΟ ΣΥΝΤΟΜΑ ΟΠΟΥΔΗΠΟΤΕ. ΜΟΝΟ ΠΟΥ ’ΝΑΙ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΟ (κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει)
Ένα σώμα γυμνό ΠΟΙΗΣΗΣ είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο... μιας ΘΑΛΑΣΣΑΣ πλατιάς που λανθασμένη δεν γίνεται παρόλο που ένας άγνωστος Θεός ΟΛΟ ΤΟ ΜΠΛΕ θα ξοδεύει για ναμην τη βλέπουμε!.. Οπότε δεν σου μένει παρά να κάνεις άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά στο κενό που θα υπάρχει όσο δεν θα πέφτεις μέσα του αλλά αυτό που μέσα σου αδημονεί είναι της αγιοσύνης το λαγωνικό, έτη φωτός στους ουρανούς έτη αρετής μες στον ασβέστη κι η τελειότητα σ’ όλα τα μεγέθη της! ΛΟΙΠΟΝ, χαράξου κάπου με οποιοδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία, γιατί αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω από τη Γη ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της αφού μόνο όποιος μπορεί να φορτίζει την ερημιά έχει ακόμα ανθρώπους μέσα του... Γιατί η Ποίηση εκφράζει μια άλλη ζωή βγαλμένη απ’ το άθροισμα των Ονείρων: έτσι μπορείς να είσαι πάντα απ’ την άλλη μεριά ο ίδιος! Και κάπως έτσι ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα, ένα ΣΩΜΑ γυμνό, μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο. Το σπουδαίο όμως είναι να βρεθείς στην αγκαλιά μιας γυναίκας που παραμένει για χατίρι σου αιωνίως είκοσι χρονών… Επειδή βέβαια η χώρα της αθωότητας δεν είναι όπως την φαντάζονται μερικοί, έχει τους αγίους της και τ’ αγρίμια της, τα παρθένα δάση και τα γαλήνια νερά της και μ’ ένα ΚΛΙΚ στο στήθος των βαθιών Ονείρων Χρυσαλίδες Ρέμβης, ηρωίδες Ιάμβου με εσωτερική εστίαση Περί Κάλλους ζούνε τη φθορά πάνω σε μια ελάχιστη πραγματικότητα! Φοβηθείτε αν θέλετε να σας ξυπνηθεί το ένστικτο του Ωραίου ή αν όχι τότε, μια που ζούμε στον αιώνα της φωτογραφίας ακινητήστε το αυτό που δίπλα μας ολοένα μ’ απίθανες χειρονομίες δρα: το Ασύλληπτο: α] δυο χέρια ωραία γυναίκας (ή και ανδρός) που να ’χουν εξοικειωθεί με τ’ αγριοπερίστερα β] ένα σύρμα που οι αναμνήσεις του όλες να ’ναι από ρεύμα ηλεκτρικό και ανύποπτα πουλιά γ] μια κραυγή που να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αιώνια επικαιρότητα δ] το παράλογο φαινόμενο της ανοιχτής θαλάσσης. Θα ’χετε καταλάβει βέβαια τι εννοώ: Είμαστε το αρνητικό του ονείρου γι’ αυτό φαινόμαστε μαύροι κι άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. (συνονθύλευμα ρήσεων κι αντιρρήσεων από τη Μαρία Νεφέλη του Οδυσσέα Ελύτη με τίτλο από το ΜΙΚΡΟ ΝΑΥΤΙΛΟ συνεχίζονται επιγραμματικά και πολύχρωμα στο αυτοσχέδιο κολάζ όπου αυθαίρετα εγγράφονται κι άλλα ΣΗΜΑΤΑ του ποιητή. Αυτό δεν προσπαθούν να κάνουν μ’ όλα αυτά οι ποιητές; Να ενώσουν τον Άνθρωπο με το Όνειρο!.. Πώς; Με το διαρκή ψίθυρο που παράγει ο ποιητικός του πλούτος. Απολαύστε τον χωρίς ενδοιασμούς και προαπαιτούμενα]
Βαδίζεις σε μιαν έρημο και βλέπεις ένα πουλί να κελαηδάει
Όσο κι αν είναι απίθανο
να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο
εσύ είσαι υποχρεωμένος
να του φτιάξεις ένα δένδρο.
Αυτό είναι το Ποίημα! (ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ)
Ποίηση είναι ο πειρασμός, ο δαίμονας που μπαίνει ξαφνικά στο σώμα του κανονικού, προκαλώντας ένα σεληνιασμό γόνιμο
Μπορεί όμως να είναι κι ένα είδος ευθανασίας των πραγμάτων, που υποφέρουν μέσα μας είτε ως ανικανοποίητα είτε ως προδομένα. Γιατί ΠΟΙΗΣΗ είναι η διπλή ζωή των λέξεων. Κάθε τόσο εγκαταλείπουν τη μετριότητα της χρήσης τους και ακολουθώντας δυσανάγνωστους χάρτες, που χάραξε ανώνυμη ανησυχία, ψάχνουν, σκάβουν να βρουν φλέβες χρυσού λυτρωτικού ρόλου. (Κική Δημουλά)
Αν δεις το πρόσωπο της Ποίησης να σου χαμογελάει είναι γιατί υπάρχει μια πέτρα αθάνατη όπου κάποτε ένας άνθρωπος αρχάγγελος Ποιητής ζωγράφισε με τα φτερά του χρώματα λέξεις ουρανό:
ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΑΛΛΑΓΕΙΤΕ ΠΟΤΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ, ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ ΣΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΣΑΣ (που όπου κι αν το φυτέψεις θα βγάλει καρπό ή ωδικά πτηνά):
Με σιδερένιο κεφάλι. Να τα καταπίνει όλα και να παράγει χρυσάνθεμα. Λύπες, χαρές να ακούει το μάτι του. Χιλιόμετρα πίκρας να πίνει μαζί με φαρμάκι και να γεννά μετάξι ελευθερίας. Σαν κόκκο άμμου να βλέπει τον κόσμο και η άμμος της ερήμου να είναι το σπίτι του και να περπατά κάτω από τον καυτό ήλιο και να πιστεύει ότι δροσίζεται. Τις λέξεις τις τινάζει σαν λεπίδες στο στόχο. Και ο στόχος είναι εκεί που κάνετε ότι δεν βλέπετε. Άνοιξε μία πόρτα και μπήκανε πολλά άγρια ζώα, που τα εξημέρωσε με ένα σφύριγμα. Ήρθανε και κάθισαν στα πόδια του μηρυκάζοντας την ησυχία. Ο ποιητής νεύει στους ανέμους να έρθουν, να φορέσουν τα κόκκινα και να βάψουν τα ποτάμια. Να βάψουν τους αγγέλους, τα τραγούδια και τις φωνές των απελπισμένων. Όπως βλέπετε οι απελπισμένοι έχουν σπορά μεγάλη. Με αυτό το σιτάρι θα χορτάσει ο κόσμος, και τα αδέσποτα σκυλιά. Και έρχεται η επόμενη μέρα και είναι ίδια με τις προηγούμενες. Η ελπίδα έχει στερέψει και καράβια βούλιαξαν. Δεν θα γλιτώσει κανείς. Η επανάσταση καθυστερεί και το μπαρούτι τέλειωσε. Μια απέραντη νύχτα γίνεται η έξοδος των πολιορκημένων. Οι οιμωγές των λαβωμένων περισσεύουν. Μετά ξυπνάνε όλοι και λένε κακό όνειρο ήτανε και γυρνάνε στις δουλειές τους. Και δουλειές τους είναι το εμπόριο και η ρουφιανιά. Η θάλασσα θα ήθελε να μπει στα σπίτια τους, αλλά την εμποδίζουν οι μαύρες σκέψεις τους. Σε κρυφά μονοπάτια βαδίζουν οι ποιητές. Μη φοβάστε θα αναστηθούν και θα σας βρουν σε όποια σχισμή και αν κρύβεστε. Θα σας πουν το μέλλον και το παρόν. Φοράνε πάντα τα ρούχα της βροχής και φέρνουν ξηρασία. Το χώμα θέλει νερό και το νερό κουπιά και λείπει η βάρκα. Ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο κάθεται στον ώμο τους σαν το κοράκι του Πόε και σας λέει τη μοίρα σας. Με αυτά και με τα άλλα θα τελειώσει η ζωή. Όμως αυτοί οι αλαφροϊσκιωτοι θα σας περιμένουν και στην άλλη ζωή. Όπως αντιλαμβάνεστε δεν θα απαλλαγείτε ποτέ από αυτούς, γιατί είναι το κουκούτσι της συνείδησής σας. Όπου κι αν το φυτέψεις θα πιάσει και θα βγάλει καρπό ή ωδικά πτηνά [Ο ΠΟΙΗΤΗΣ του Γιάννη Κοντού]
ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΕΝΑΝ ΜΟΝΟ ΣΤΙΧΟ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΟΥΜΕ Ν’ ΑΡΘΡΩΣΟΥΜΕ ΠΡΙΝ ΜΑΣ ΚΑΤΑΠΙΕΙ ΣΚΟΤΑΔΙ
Εκ των υστέρων σκέφτομαι
το τελευταίο βράδυ στην ταράτσα,
που μια παρέα αγγέλων
πλαταγίζαμε δαιμονικά φτερά
και ξεπλέναμε τις πληγές με ουίσκι,
τα ντραμς των αστεριών
ηχούσαν ασταμάτητα
και γυμνό σαλιγκάρι
άφηνε κλωστές στον ουρανό,
ενώ την ίδια ώρα σ’ άλλη πόλη,
σε κρεβάτι νοσοκομείου,
μια ποιήτρια ετοίμαζε την τελευταία της πτήση.
Και θυμήθηκα πως ξαφνικά
το ποτήρι έσπασε μισοφέγγαρο
χωρίς να χυθεί το αλκοόλ.
Και νιώσαμε όλοι τη γεύση του αίματος στα χείλη.
Και κάποιος είπε
ένα μόνο στίχο να προλάβουμε ν’ αρθρώσουμε
πριν μας καταπιεί σκοτάδι.
Και σιδερώσαμε κολλαριστή όλοι μαζί τη νύχτα.
Έτσι, φίλοι μου, γράφονται τα ποιήματα
τις σκοτεινές νύχτες του καλοκαιριού στο Πήλιο
[ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ της οδού ΝΤΕΣΠΕΡΕ, εκδόσεις Πόλις 2018]
ΖΥΜΩΤΟ ΨΩΜΙ, ΛΕΥΚΟ ΚΡΑΣΙ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ (Αντώνης Τσόκος) ή ΑΣ ΜΗΝ ΤΟ ΚΡΥΒΟΥΜΕ ΑΛΛΟ ΔΙΨΑΜΕ ΓΙΑ ΟΥΡΑΝΟ; (Μίλτος Σαχτούρης):
Έλουσε με λευκό κρασί την τέταρτη πατημασιά του φθινοπώρου. Θρυμμάτισε κάθε μορφή βασάνου που τον ταλαιπωρούσε. Ζύμωσε δυο καρβέλια ποίηση και έστρωσε τραπέζι. Το ένα μελιχρό για άμεση κατανάλωση. Το άλλο να μυρίσουν τα μαλλιά του. Αριστερός, ιδιόχρωμος κι ένοχα δίκαιος. Δυο λάμδα σε μια λέξη είναι σπατάλη… Βούτηξε μια μπουκιά άψητων στίχων, γεμίζοντας ψίχουλα το κρασί του. Ποτέ να μην ανακατεύεις ψωμί, κρασί και ποίηση. Μαγιά ξερή οι συμβουλές των μεθυσμένων… Αποκοιμήθηκε στις άκρες των δαχτύλων του. Οινοβαρής, με μια γουλιά λευκό κρασί να διασχίζει την παλάμη του κι ένα μπουκάλι άδειο ποίηση, σοδειάς ’93… [Αντώνης Τσόκος, Ζυμωτό ψωμί, λευκό κρασί και Ποίηση από τη συλλογή Σουίνγκ με τ’ άστρα, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013]
ΤΟ ΨΩΜΙ
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό
ψωμί είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος κι αυτή
μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στο μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό
Ας μη το κρύβουμε
διψάμε για ουρανό!
[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Τα Φάσματα ή η Χαρά στον άλλο δρόμο 1958]
ΙΣΩΣ ΤΕΛΙΚΑ Η ΠΟΙΗΣΗ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ Duphalac δίπλα στη φωτογραφία του Ντύλαν Τόμας κι ένα χελωνονιντζάκι παραδίπλα. Ίσως πάλι και να μην είναι αυτό. Δεν ξέρω. Ελπίζω πως κάποια στιγμή θα μάθω – ή δε θα μάθω.
Η ποίηση δε θα με κάνει ψηλότερη, ομορφότερη, δε θα εξαφανίσει κιλά και κυτταρίτιδα. Δεν είναι Ζεροβιτάλ ούτε υποκαθιστά τα φιαλίδια της Μαντάμ Ασλάν. Δεν θα προκαλέσει δραματικές εξομολογήσεις, ούτε θα με σώσει από βιοψίες. Το κατάλαβα νωρίς, το κρατάω και συνεχίζω την εξαίσια καθημερινότητα που με περιλαμβάνει. Δεν είμαι το πλέον κατάλληλο πρόσωπο να μιλήσω για το πώς γράφεται η ριμάδα (η ποίηση). Αγνοώ τους βαθύτερους ψυχικούς (ή άλλους) μηχανισμούς που σε αναγκάζουν να γράφεις. Από το πρώτο στο δεύτερο βιβλίο μου μεσολάβησαν είκοσι τρία χρόνια δημιουργικής απραξίας –τα ποιήματα δεν είχαν καμιά ανάγκη, ζούσαν στην κοιλιά μου, έπιναν αμνιακό κι έκαναν κωλοτούμπες–ευτυχισμένα στην αναμονή τους. Δεν τα έβγαλα με το ζόρι – ξύπνησα ένα πρωί κι έσπασαν τα νερά. Αυτό ήταν. Αυτό είναι. Στα είκοσι ενζενί πρωτότοκος, στα σαράντα τρία υπερήλιξ δευτερότοκος – ελπίζω σ’ ένα βίο Σάρας, γιατί όχι;..
Όταν η Μαστοράκηγράφει «κι ήταν ωραία, και αχρεία Θε μου», όταν ο Στεριάδηςβρίσκεται «στην κατάσταση Ολυμπιακός Πειραιώς», όταν ο Γιώργος Μαρκόπουλος μιλάει για «Γλώσσα ανθρώπινη σε μικρή λεκανίτσα», όταν ο Κοντόςδηλώνει «Ήτανε Μάρτιος και είχα απολέσει την όρασή μου» κι ο Κακναβάτοςαναφωνεί «σε νίκησα Ιουστινιανέ διακοσμητή»,η φιλολογία πάει περίπατο κι οι ειδήμονες ρουφάνε το αυγό τους. Σε σχίζει η ποίηση, σε διαπερνά, σ’ αφήνει έκθαμβο θηλαστικό σε παχνί να ψελλίζεις ωσαννά. Ποιήματα, στίχοι, αποσπάσματα και εγκόλπια, που μπορεί και να σε ανατινάξουν αν δεν προσέξεις. Ποιήτριες νεκρές και ζώσες, ποιητές από το επέκεινα ή το παρόν που μπορεί να μην πληρώνουν το νοίκι σου, αλλά επί της ουσίας ευθύνονται για την επόμενή σου μέρα. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτούς τους ανθρώπους. Ο Στεριάδης είναι ο Βασιλάκης μου, η Μαστοράκη είναι η Τζένη– δεν είναι μόνον τα ποιήματα, είναι η ζωή που μου χάρισαν (εν αγνοία τους…), είναι ένα οικείο σύμπαν που ζει μαζί μου ως παράλληλη οικογένεια. Η ποίηση είναι οι ποιητές – στο τραπέζι, στο κομοδίνο, στην τσάντα, κάτω από τους πολεμιστές Γκορμίτι και τα κομμένα κεφάλια της Πόλυ Πόκετ. Έως κρυπτομνησίας –κάποτε είχα κάνει ερωτική εξομολόγηση ξεπατικώνοντας τη μισή Τζούλια του Γιάννη Ζέρβα– το κατάλαβα τρεις μέρες αργότερα.
Μελετώ με την ίδια ευλάβεια λογοτεχνία, κόμικς, περιοδικά ποικίλης ύλης – δεν υποτιμώ καθόλου τα γκαλά των εφοπλιστικών οικογενειών, τις εγκυμοσύνες της Μενεγάκη, τα νέα της οικογένειας Ρουβά. Με εμπνέει εξίσου η Μαριγώ Λαιμού και η Ζαν Μορώ, μ’ ένα μηχανισμό που ποτέ μου δεν μπόρεσα να ερμηνεύσω. Ίσως τα πανίσχυρα αντιβιοτικά που κατάπια στην εφηβεία μου εξακολουθούν να είναι δραστικά – και Φιλύρας και Παράσχος και Σαραντάρης και Μυρτιώτισσα και Παπαδιαμάντης και Ντεμπόρ και Πλαθ και Πάρκερ και Χειμωνάς και Ντοστογιέφσκυ και Μπρότιγκαν και Λάρκιν και Μήτσορα και Σωτηροπούλου και Σαχτούρης και Σολωμός και Κάλβος κι όλος ο Σοκόλης μαζί με την εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου και τον Ελευθερουδάκη και την ιστορία του ελληνικού έθνους. Δεν κινδυνεύει κανείς από τη Σούπερ Κατερίνα αν έχει κάνει πριν μια μεγάλη βόλτα στον κήπο του Καρούζου. Μιλάω εκ πείρας.
Μ’ αρέσουν οι παραγγελίες – τα φασόν. Σπανιότατα κάθομαι να γράψω αυθορμήτως. Μ’ αρέσει να υπάρχει ο παραγγελιοδόχος, ο πελάτης. Λειτουργώ εξαιρετικά έτσι. Στο πρώτο μου βιβλίο, πρώτα έκλεισα ραντεβού με τον εκδότη και μετά το έγραψα, στο Σαββατοκύριακο που μεσολάβησε. Η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε –με μικρές διαφοροποιήσεις– και στο πρόσφατο δεύτερο. Τα περισσότερα από τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν στο χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο μέιλ. Υπήρχαν βέβαια στο κεφάλι μου, αλλά στο χαρτί έπεσαν μετά το άκουσμα της μαγικής λέξης «παραγγελία». Μάλλον είμαι βαθιά υπαλληλική φύση, λειτουργώ μόνο με ντεντ-λάινς, με προθεσμίες, με όρια λέξεων – είναι ένας τρόπος να πολεμώ την πολύ καλά κρυμμένη τεμπελιά μου. Ευχαριστώ, λοιπόν, εκ βάθους καρδίας τους αναθέτες – τους αγαπώ (σχεδόν) για όσα με αναγκάζουν.
Πριν εφτά-οχτώ χρόνια ξεφύλλιζα την Ελευθεροτυπία. Ο Σαχτούρηςέκλεινε τα ογδόντα πέντε κι ο σκηνοθέτης Λευτέρης Ξανθόπουλοςμιλούσε για τον Κληρονόμο πουλιών, το ντοκιμαντέρ για τον ποιητή, που θα προβαλλόταν το ίδιο βράδυ. Απ’ όλη την καταχώρηση το βλέμμα μου εστίασε σε μια φωτογραφία. Ένας παλιός καθρέφτης, πάνω του αγαπημένες φωτογραφίες: ο Ντύλαν Τόμας, ο Κάφκα, ο Μπέκετ, ο Καρούζος. Στη βάση του καθρέφτη ένα ζευγάρι κεριά, ένα πράσινο χνουδωτό παιχνίδι (δεινόσαυρος; xελωνονιντζάκι;) κι ένα άσπρο κουτί –το όνομα διακρινόταν με δυσκολία–, Duphalac, λακτουλόζη της φαρμακευτικής εταιρίας Solvay. Έβαλα τα κλάματα. Ο κύριος Μίλτος έπινε Duphalac, o κύριος Μίλτος έγραφε την Οικογένεια Στουπάθη και έπινε το φαρμακάκι του. [ΠΗΓΗ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΜΠΑΣΔΕΚΗ : Η Ποίηση Δε Θα Με Κάνει Ψηλότερη]
«Ημερολόγιο Φιλοσοφικής Ήττας»* είναι, σύμφωνα με μια άλλη εσωτερική εστίαση, η Ποίηση. Γιατί τι είναι η Ζωή; Μια ευθεία γραμμή που μας ενώνει με το ΘΑΝΑΤΟ.
Σ’ αυτή την εκδοχή ακόμα και η ΤΕΧΝΗ μια οφθαλμαπάτη προσωρινής καμπύλης είναι, ένα πρόσκαιρο ξεγέλασμα δηλαδή στο Θάνατο, έτσι, που για λίγο «να κάνει να μη νιώθεται η πληγή από το φρικτό μαχαίρι το χρόνου» (για να το πούμε καβαφικά). Αλλά σε μένα, ένα «φανατικό παιδί για γράμματα», (από άλλο ποίημα του Καβάφη αυτό το ψευδώνυμο) δεν μ’ αρέσει αυτή η προοπτική της ΗΤΤΑΣ της ζωής από το θάνατο, γι’ αυτό ασπάζομαι πιο πολύ την ΑΛΗΘΕΙΑ που έχει ο στοχασμός του Σεφέρη, όταν ευαγγελίζεται με τον τρόπο του την οριστική κι αμετάκλητη ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ (είναι ίσως η πιο έξυπνη και σίγουρη τρικλοποδιά με την οποία βγάζουμε εντελώς έξω από την ΕΥΘΕΙΑ και μια για πάντα [από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΦΙ¨ΟΣΟΦΙΚΗΣ ΗΤΤΑΣ της Έλσας Κορνέτη]
ΣΤΟ ΧΑΡΤΙ ΜΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΟ ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΟΛΟ ΛΕΕΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΨΕΙ!.. ΜΑ ΠΝΙΓΜΕΝΟ ΜΕΣ’ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΤΗΝ ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ;
Αν η ποίηση είναι «ανάπτυγμα επιφωνήματος», όπως μας κληροδότησε ο Κωστής Παλαμάς εκείνον τον «μπονζάι ορισμό», που τον υπενθύμιζε ο Κώστας Κουλουφάκος στις περίφημες διαλέξεις του στον Φιλοπρόοδο Όμιλο Υμηττού τη δεκαετία του ’70, αυτού του πλέον δύσκολου και κρυπτικού είδους της γραμματολογίας (κάποιοι ιδαλγοί επιμένουν ακόμα να τη διαχωρίζουν από τη λογοτεχνία) κι αν, ακόμα, «η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε», σύμφωνα με τον Καρυωτάκη, πώς μπορούμε να ορίσουμε καλύτερα την Ποίηση; Επιπλέον, σε τι ωφελεί η Ποίηση στην Παγκόσμια ημέρα της ή όποια άλλη διπλανή της, όταν, για παράδειγμα, η πλειονότητα των ποιητικών συλλογών εκδίδεται ιδίοις αναλώμασιν και από τις βιβλιοκριτικές των εφημερίδων απουσιάζουν συστηματικά τα βιβλία των ποιητών, παλαιοτέρων και νεοτέρων; Κι αν δεχτούμε, τωόντι, τη χρησιμότητα της ημέρας, με ποια κριτήρια θα προβάλουμε ποιους ποιητές και από ποιο έργο τους, όταν γνωρίζουμε ήδη, από την εποχή του Ελιοτ, ότι «η ποίηση γράφεται από τους ελάσσονες ποιητές»; Πώς και πού θα χωρέσουν σ’ αυτόν τον συνωστισμό οι στίχοι του εστέτ Καίσαρα Εμμανουήλ, του Νίκου Καρύδη, του Θωμά Γκόρπα, του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, αλλά και ποιος θα (προλάβει να) θυμηθεί κάποια ποιήματα του Χρήστου Ν. Βαλαβανίδη, του Ηρακλή Λιόκη, τα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου ή του Θοδωρή Γκόνη, τα «πορνογραφικά» ποιήματα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, κι ακόμα ποιος θα (προλάβει να) ανατρέξει στον Γιάννη Σκαρίμπα, τον Τσέζαρε Παβέζε ή τον Φίλιπ Λάρκιν, τους Ρώσους νεωτερικούς ποιητές με τις αυτοκτονικές εμμονές τους από την εποχή των Γιεσένιν-Μαγιακόβσκι ή τα «σανσόν» του Πρεβέρ, του Μπρελ και της Μπαρμπαρά; Στην ίδια τη λέξη «ποίηση» κρύβεται, σαν ωρολογιακή βόμβα, μια κοσμογονική ποιητική δημιουργία, από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Πόε, και ταυτόχρονα μία ροπή προς την οίηση, που εύκολα μπορεί να εκτραπεί σε ένα ναρκισσιστικό «χάπενινγκ», το οποίο ο παλιός ασπρόμαυρος ελληνικός κινηματογράφος ήδη απαθανάτισε αριστουργηματικά στον «ποιητή Φανφάρα», διακωμωδώντας την απέχθειά του στους ποιητές…
Κάλλιο χορευταράς να ’μουνα πέρι
κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια,
θα ’σερνα συρτό χορό, χέρι με χέρι,
μ’ όλα μας του γιαλού τα καραβάκια.
Κι εν’ αψηλό τραγούδι για σιρόκους
θ’ άρχιζα γι’ αφροπούλια και για ένα
γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους
που θα ’ρχονταν να μ’ έπαιρνε και μένα.
Με χώρις Καρυωτάκη, Πολυδούρη,
μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι,
κι οι πένες μου πενιές σ’ ένα σαντούρι,
άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου, καράβι!
Γιαλό-γιαλό να φεύγουμε και άντε!
Να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια,
κι εκεί –λες κομφετί μες στο λεβάντε-
όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια!
Και, σαν χτισμένη εκεί από κιμωλία,
βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα,
μ’ όλα μου ανοιγμένα τα βιβλία,
καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα…
[Γιάννης Σκαρίμπας]
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ Ποιήματα 2005-2010)
Ο Ποιητής στέκει στο παράθυρο
Αέρας κινεί τις πευκοβελόνες
Τα οξυδερκή μάτια του προδίδουν τη μνήμη
Εγκαταλείπουν οι λέξεις προσδοκίες στο παρελθόν
Στη στιγμιαία διαύγεια μιας φευγαλέας ευτυχίας
Την τρυφερή δέχθηκε τότε επιβεβαίωση του έρωτα
Και μ’ αγωνία οι λέξεις του,
Πλήρεις και μοναδικές, σφηνώθηκαν στο Ποίημα.
Το παρελθόν τώρα χάνεται στην κοίτη του μέλλοντος
Κι αμετάφραστα όλα μένουν,
Μένουν στην μοναξιά της μνήμης.
για την αντιγραφή και επικόλληση κARTά SOS (κάθε νύχτα αποστηθίζω τα δύσκολα γράμματα της μοναξιάς ώσπου σιγά-σιγά με παίρνει ο ύπνος)