(συνημμένη ΤΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΙΑ)
Από την πόλη έρχομαι…
Στην κορυφή…
Ενθάδε κείται η ΙΔΕΑ που σχημάτισα για τον εαυτό μου στο FBκαλών προθέσεων στα ιστολόγια μιας δήθεν ελπίδας όπου καταθέτουνε φωνήεντα οι αυταπάτες-ΛΕΞΕΙΣ. Διπλό ΚΛΙΚ στις εικόνες τους, το δόλωμα για να μπει απ’ το παράθυροgoogleη ΙΔΕΑ που είναι μέσα μου και ξεκινάει σαν τρένο γεμάτη ανυπόμονους κι ωραίους ταξιδιώτες. Δηλαδή, σαν βγεις στον πηγαιμό για το Μάταιο και το Τίποτα εικονικών τοπίων, μπερδεύοντας τις ώρες σου σ’ αδέσποτες σελίδες όπου είσαι ο ίδιος θύτης, θύμα κι αναγνώστης, αφήνοντας απέξω μια πεταλούδα αληθινής ΧΑΡΑΣ: σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους, μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων, εξαίσιο ανάλαφρο ίλιγγο ζωής (ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας, κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε). Όλα απ’ έξω κι ενθάδε κείται ωραία προκλητική η e-σελίδα η χαμένη από τον εαυτό μου – αλλά κανείς δεν έμαθε ποτέ το πώς και το γιατί να σκίστηκε από το βιβλίο της ΖΩΗΣ με τέτοιο τρόπο οριστικό και μυστηριώδη κι άγνωστο – Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ… «γιάντες», δηλαδή το ξέρω, πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας θα έχει πολλή ξηρασία:
(εικόνα δικής μου φωτογραφίας)
Η κανέλα …
Εύκολη συνήθεια να γράφεις υποσχέσεις και μ’ ένα μόνο εύστοχο στίχο να τάζεις τον ουρανό με τ’ άστρα, δύσκολη συνήθεια να ζεις! Όταν μάλιστα φοβάσαι μην η λέξη ΤΕΛΟΣ μείνει έγκυος (απ’ τα e-καμώματά μας) ή η λέξη ΧΑΡΑ παρθένα (από δισταγμούς με SMSμηνύματα)… Αλλά και πάλι τι να διαλέξεις: φαντασμαγορική εικονική πραγματικότητα ή κατακερματισμένη πραγματική σιωπή; Να ζει κανείς στα όνειρα ή να πεθαίνει στη ζωή; Κορώνα ή γράμματα;
(και) ΑΦΗΣΕ ΜΕ ΝΑ ’ΡΘΩ ΜΑΖΙ ΣΟΥ (στη σονάτα του σεληνόφωτος)
ΕΡΧΟΜΑΙ (Κυριακή): έγκλιση οριστική και χρόνος ενεστώτας κι έπειτα ΕΡΧΟΜΟΥΝΑ (σε Παρατατικό) αλλά μ’ έπιασε η βροχή. ΗΡΘΑ (σε χρόνο αόριστο) αλλά είχες φύγει πια. ΘΑ ’ΡΘΩ και πάλι αν κατορθώσω (Μέλλων). Και παρόλα τα ΑΝ, τα ΘΑ και τα ΑΛΛΑ που συνόδευαν Παρατατικό και Μέλλοντα είχα μια απεριόριστη πεποίθηση. Ο Παρακείμενος με τον Υπερσυντέλικο δεν μ’ έπεισαν ποτέ βεβαίως: χρόνοι παρωχημένοι κι άσχετοι τελείως με το τώρα ή το αύριο που σε κάνουν παρανάλωμα. «Έχω έρθει» και «Είχα έρθει», με άλλα λόγια τότε. Μετά οι σαθρές της Ευκτικής ελπίδες που στηρίζονται κι αυτές στ’ ανύπαρκτα ερείσματα της Υποτακτικής: «αν έρθω», «όταν έρθω»: υποθέσεις δίχως θέσεις, σύνδεσμοι χρονικοί και τελικοί χωρίς σκοπό, μετέωροι στο χάος του αορίστου που δια μέσου του μοιραία οδηγείσαι στις Προστακτικής τις παραισθήσεις. Μ’ άλλα λόγια, ότι δεν ήταν εφικτό με την Οριστική, την Υποτακτική, την Ευκτική (τόσο ευχετική Θεέ μου) είχα την ψευδαίσθηση ότι θα το πετύχαινα προστάζοντάς σε: «Να ’ρθεις», «Ξεκίνα, είναι τέσσερις, στις πέντε να είσαι εδώ»! Το ζήτημα όμως είναι τώρα τι γίνεται, σήμερα το απόγευμα, έστω αργά το βράδυ! Το Σάββατο μπορείς; Ή σ’ άλλη ΣΟΝΑΤΑ του Σεληνόφωτος πάλι, σχολιάζοντας την παρακμή μιας εποχής, μαζί με τον ποιητή ξανά θα εκλιπαρώ: ΑΦΗΣΕ ΜΕ ΝΑ ’ΡΘΩ ΜΑΖΙ ΣΟΥ!!! [κτερίσματα στίχων από την ποιητική συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΓΚΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ «ΕΡΧΟΜΑΙ» με παρεμβολές στιγμιαίας e-επικοινωνίας]
Πεμπτουσία + ΟΥΣΙΑΣ:
μόνο μέσα από μια ΣΥΝουσία ανάγνωση ερμηνεύονται οι χρησμοί του Ποιήματος (Γιάννης Τόλιας)
Η εκδρομή αυτή, για την ΠΟΙΗΣΗ, δεν έχει τέλος, γιατί είναι ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΙΛΒΟΝΤΟΣ ΠΟΔΗΛΑΤΟΥ. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί, τ’ άνθη μιλούν και από τα πέταλά τους αναδύονται μικρούτσικες παιδίσκες. Έτσι μια πεταλούδα νύκτωρ εγεννήθη να μας αναγγέλλει την αυγή σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας (με παραποίηση λυρικών στοχασμών ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ και με ΚΛΙΚ στην εικόνα Νόστιμον Ήμαρ στίλβοντος υπερρεαλισμού).
(ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ): Μ’ ένα σύννεφο ζωσμένη στο μεσοφόρι της λέξη ποντοπόρος ενδόμυχου χειμώνα (συλλογή μοναξιάς λέξεων σμήνος μνήμες πουλιών νυν και αεί μέσα στη νοσταλγία)
ποιητής με μύτη Σιρανό
και πρόσωπο χασάπικο σαράντα
στην αγκαλιά μάγισσας νύχτας
που φέρνει στα κλαδιά της
ποιήματα λωτοφάγα
Ν’ αποτάσσεις ενδοιασμούς και φόβο ρούχων
να ιδιοποιείσαι οργασμούς
κι όμως να μην ενδίδεις κατά μέσα
με προσωπίδες άνοιξης
να κοσκινίζεις τους αγρούς
ένα τοπίο με καλές προθέσεις καμουφλάζ
δεν έχει δάχτυλα η σιωπή να την μετρήσεις
δεν έχει κύκλους ο ουρανός να τους διαβείς
και μια λέξη ολομόναχη στους αυτουργούς ανέμους,
φεγγαροντυμένη χρώματα και ερημίας ήχο
μπαινοβγαίνει εφήμερα στη βουβή θεομηνία της
έλα λοιπόν να θυμηθώ με όνειρα τη μελωδία της στιγμής
μπαίνουμε ο ένας στο κορμί του άλλου
γινόμαστε για κλάσματα του δευτερολέπτου
μια κραυγή, ένας σπασμός, βάρβαροι ποιητές
κι ύστερα
ώσπου να πεις κύμινο,
πάλι μόνοι σε παράλληλους δρόμους,
λέξεις πτερόεσσες γυμνές απ’ το φωνήεν τους
στο καταπέτασμα της συμφωνίας στίχων
[αποσπάσματα από τις 69 Χρυσηίδες Ρέμβης Έρμαιο Επέκεινα Λερναίας Εμμονής Τάσου Κάρτα]
με εικόνες: (εκ περιτροπής)