ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΜΟΝΟΛΟΓΟΥ
(να κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλο ανάρπαστων λέξεων)
«…. μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε
με τα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
εκεί όπου δεν έχει σημασία αν γυρίζεις ή αν φεύγεις
γιατί μετράει η ζέστα απ’ το τυχαίο άγγιγμα
των φτερών του έρωτα...
και η πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι
που ’ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων...
Άφησέ με...»
ΠΑΡΟΔΟΣαπό τη ΣΟΝΑΤΑ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ του Γ. Ρίτσου και ακολουθεί
Επιούσια απολογία άβατων στίχων
με υπότιτλους αγαπημένες ποιητικές αποστροφές,
ποιήματα, δηλαδή, που μηρυκάζουν άλλα ποιήματα,
στιχάκια αλληλέγγυα στην ποιητική τους αναδίπλωση
«να κρούουν σήμαντρα σαν αναστεναγμό επιθυμίας»
Λάθε βιώσας!..
Ποιος ζει ποιος ονειρεύεται…
Λέξεις και εικόνες ποιημάτων να τρυπώνουν κρυφά μέσα στο νου….
Βιώματα να συμπλέκονται με οράματα και σκέψεις,
καθημερινές παρελθούσες πράξεις
να συναγελάζονται με κρυφές ανομολόγητες επιθυμίες,
«μελισσόπουλα» τα λόγια που ήταν να ειπωθούννα στήνουν τρελό χορό
αγκαζέ με τις βαριές κουβέντες που ξεστομίζει η βαρυγκώμια-
«Διαβάζω συχνά τηλεφωνικούς καταλόγους.
Αισθάνομαι ασφαλής που περιβρέχομαι από τόσους γείτονες αριθμούς»,
γράφει η Κική Δημουλά…
Κάπως έτσι κι εγώ
διαβάζω ξεκομμένους στίχους,
θαμπώνομαι από την καταχνιά των εικόνων
«μια εικόνα χίλιες και μια λέξεις», επαναλαμβάνω
που γίνονται ερήμην πια
ένα με το ΣΚΛΗΡΟ ΔΙΣΚΟ σε γρήγορο υπολογιστή
κι εμείς χαμένοι μέσα σε δισεκατομμύρια mega bite
αλλά και πάλι η ίδια αίσθηση που ένιωθε ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (στο «όνειρο στο κύμα»):
«καθώς ο σκύλος ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον εις τήν αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζει ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα καί το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κι εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ’ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία την οποία έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου»
διπλό ΚΛΙΚ, λοιπόν, στην εικόνα των λέξεων
γιατί «δεν άνθησαν ματαίως τόσα θαύματα…»
πινακωτή- πινακωτή
μεσολαβεί ευπροσήγορο κενό
χρόνου, χώρου, ιδεών τρίτου προσώπου
στου μηδενός τον ύπτιο δεκαπεντασύλλαβο…
ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ (Κι αν ναι, γιατί πονάνε τόσο;)
«Τοπία της ποίησης ή κήπους της ψυχής», τα είπε κάποιος Ποιητής… ή μήπως «τρένο διαφυγής;»
«σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τρένου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες – τι να τις κάνεις;»
θέλει μετάφραση αυτό;
(μπορούν να μεταφραστούν τα
Όνειρα που ουρλιάζουν;
«Σκαρφαλώνεις στο φεγγίτη του Ποιήματος ανασαίνοντας την πιο σκοτεινή του επιθυμία» (Γιάννης Τόλιας) και
«σηκώνεις το φουστάνι σου ως τους μηρούς των υποσχέσεων» (Σωκράτης Ξένος)
Παλεύουμε στα πράγματα αυτά
καθημερινές έγνοιες, φιλόμαχες τριβές
να βρούμε μιαν αλληλουχία
τραβάμε, ξελύνουμε, κόβουμε
κάπου θα φτάσουμε έτσι κομματιάζοντας
μια καινούργια πρωτοφανέρωτη ρωγμή
ν’ αγγίξουμε με τα δάχτυλα στα τυφλά
είναι όμως κάτι πράγματα
με πείσμα ανεμοστρόβιλου
που μένουν στάσιμα στο παραλήρημά τους
γιατί με το γύρισμα του χρόνου
μια τυχόν αλλαγή
σημαίνει θάνατο
στην επαγγελία του νόστου
(απόσπασμα από την 33η Χρυσηίδα Ρέμβης Τάσου Κάρτα)
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ντυμένο γαλάζιες αποχρώσεις ΣΟΝΑΤΑΣ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ του Ρίτσου):
Αυτή η οδυνηρή απομυθοποίηση...
Όταν βγάζεις μία -μία τις μάσκες των λέξεων,
πώς επιστρέφει η μιζέρια της καθημερινότητας σαν
«ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα»
ή σαν ένα
«πιάνο, όπου ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του λησμονημένα λόγια»
Τι προσγείωση η καθημερινότητα
να παίρνει τη θέση της μαγείας που το θαυματουργό φεγγάρι της ποίησης τη στίλβωσε για λίγο και μας έκανε να νιώθουμε
(πίσω από τις λέξεις πάλι)
«λευκοί κι απρόσιτοι...
ν’ ανυψωνόμαστε σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων»...
«Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;»
ρωτάει ο ποιητής...
Ποιος θ’ αντέξει σ’ αυτή τη διελκυστίνδα;
Πόσα από τα καθημερινά μας μπορούμε να κρύψουμε
πίσω από το λυρισμό αγαπημένων ποιητών;
«Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι
και πορεύεται υπακούοντας στο λουρί της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της στις πενταροδεκάρες
που της ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά»
ΣΤΑΣΙΜΟ: Ένα ταξίδι ζωγραφισμένο στο βλέμμα να σχίζει το φόντο. Τόσο «πλήρως τα φαντάστηκα τα γαλανά σου μάτια που θάρρεψα» πως ονειρεύομαι την ηχώ της μοναξιάς μου
Ναι, ο Ελύτης έπιασε την ουσία:
εμείς είμαστε το αρνητικό αυτών των ονείρων,
που εγκαταβίωσαν στις αναμνήσεις μας
και που είναι όλη η αλήθεια της ύπαρξής μας.
Θυμάμαι άρα υπάρχω.
Παίζω με τις εικόνες των λέξεων άρα είμαι ποιητής.
ΑΦΗΣΕ ΜΕ ΝΑ ’ΡΘΩ ΜΑΖΙ ΣΟΥ!!!
στη σονάτα του σώματος και της πολιτείας
Μην πεις ότι είναι ΠΕΤΑΜΕΝΑ ΛΕΦΤΑ
και βιαστείς ν’ σχολιάσεις με σαρκασμό την παρακμή μιας εποχής…
ΕΞΟΔΟΣ στίχοι από δω κι από κει: σαν κατακλείδα σε παραλήρημα εσωτερικού μονόλογου
Άραγε πώς γεννιέται
από ένα τίποτα η επιθυμία (Τ. Πατρίκιος)
…κύκνειοι κάλυκες οργασμού
λάμνουν τη μεροληψία τους
εις το θεαθήναι των λέξεων…
πόθος αναστενάρης μέσα σ’ άλλους πόθους
που κάπως ξέρει από μελαγχολία… (Τ. Κάρτας, 11η Χρυσηίδα Ρέμβης)
… ατέρμονο βλέμμα αστραπής γαλάζιων στίχων
κτερίσματα μονοσάβδαλης νοσταλγίας
γόρδια κοσμητικά επίθετα
που έχουν εισχωρήσει βαθιά στα μερομήνια μας-
Νόστιμον ήμαρ Επιούσιας Ομοιοκαταληξίας!
Περιδιαβάζοντας μυστικά και θαύματα Αόρατων Τοπίων
Ερανίζομαι λέξεις
παράξενα ανθισμένες διπλή σημασία
μετά φόβου σιωπής…
Τρέμω μήπως δε βρεθεί
ποτέ η αμφισημία
μιας λέξης μικρής σαν το μίσχο
που, σαλεύοντας ζωή με παιχνίδια χρωμάτων,
θα μεταμορφώνεται εσαεί σε καιγόμενο πόθο
(διακαή στην ουσία):
συναγωγή στίχων για τον «τύπο των ήλων»
εσταυρωμένου ποιήματος
(κατά τας γραφάς….):
«αλλά η δική σου σάρκα έτρεμε
βλέποντας τα στήθια του
γυμνά ν’ ανθίζουν από πάνω σου»