τελευταία ανάρτηση από το ιστολόγιο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ: Γιώργος Χειμωνάς, Ο άνθρωπος αυτός ήτανε παράξενος η παραξενιά του έγκειται στο γεγονός ότι μοιάζει με κυνηγημένο ή με κυνηγό
(λεζάντα): … εζήτησε να ’βρει το τέρμα της πολλά ταραχώδους πορείας του της χαλεπής ανάμεσα στα σκέλια της θήλειας τι γλυκό τέρμα έψαξε ανάμεσα στα σκέλια της θήλειας κι ηύρε μιαν ευχαρίστηση μικρή μηδαμινός ο χρόνος της αχτένιστη παράτησε την χορτασμένη ερωμένη με τα δαγκαμένα στήθη ανάσκελα πα στο κρεβάτι γλυκασμένη εκοιμόταν όταν ο άνδρας έφυγε μακράν… θα σε νικήσω αμαζόνα νυχτώ θα πλάσω τον θεό θα ’ναι δικός μου θεός θεός του πόθου μου του βαθέος θεός του πόνου μου του βαθέος θεός της προσφοράς θα ’ναι πλαστός μα έστω ψευδής θα’να καρδιάς παρηγορία ψυχής αιμασσούσης βάλσαμο γιατί έτσι πρέπει να γίνει…
(λεζάντα): … εζήτησε να ’βρει το τέρμα της πολλά ταραχώδους πορείας του της χαλεπής ανάμεσα στα σκέλια της θήλειας τι γλυκό τέρμα έψαξε ανάμεσα στα σκέλια της θήλειας κι ηύρε μιαν ευχαρίστηση μικρή μηδαμινός ο χρόνος της αχτένιστη παράτησε την χορτασμένη ερωμένη με τα δαγκαμένα στήθη ανάσκελα πα στο κρεβάτι γλυκασμένη εκοιμόταν όταν ο άνδρας έφυγε μακράν… θα σε νικήσω αμαζόνα νυχτώ θα πλάσω τον θεό θα ’ναι δικός μου θεός θεός του πόθου μου του βαθέος θεός του πόνου μου του βαθέος θεός της προσφοράς θα ’ναι πλαστός μα έστω ψευδής θα’να καρδιάς παρηγορία ψυχής αιμασσούσης βάλσαμο γιατί έτσι πρέπει να γίνει…
όμοιαζε με αγέραν φυσημένον από ποτάμιο στόμα τουρανού
εννοούσε τοπικόν άνεμο
της καλοσύνης την χαρά και της αγαθότητος την πραότη εβουλήθη να γεθτεί ίσως εκεί κι έπραξε πολλά φιλάνθρωπα και αλτουιστικά έργα πτοχοκομεία λεπροστάσια σισσίτια προπαντός άλλωστε είχε, τόσο πλούτος όμως ήτανε αγιόμιστο της δυστυχίας το στομάχι ήσανε πολυπληθείς οι ζητιανεύουσες παλάμες ήσανε εκκωφαντικές οι ικέτιδες φωνές είπε αχ μα πώς να σας χορτάσω τόσοι που είσαστε είναι σα να μοιράζω πέντε κριθίνους άρτους σε πεντακισχιλίους νηστικούς μάταιο μάταιο μπρος στην θάλασσα της κακοιμοιριάς οπού εβοούσι κι άφριζε ίδια με την άλλη έπιασε το κεφάλι μ’ ανίκανα χέρια είπε δεν έχω
εσυντρόφεψε φιλοσόφους στις μπερδεμένες κουβέντες των περί όντος και μη όντος όμως δεν καταλάβαινε την ορολογία και βαρέθη τους θεούς των τους ηύρε μακρινούς κι άφταστους δεν μου χρειάζονται είπεν τέτοιοι θεοί απρόσωποι είναι υπερφίαλοι κι απαθείς
εχώθη στα συμπόσια τα αμαρτωλά ίσως στ’ όργιο όμως καθώς τα κανάτια αδειάζανε χωρίς σταματημό σα πίθοι δαναϊδων βαθειάνιωσε την ματαιότην οπούναι το κατακάθι της τέτοιας πρόστυχης χαράς τραβά την λάμα και στη σειρά την μπήγει στα μεθυσμένα στέρνα των χαύνων συντρόφων ταυτοχρόνως δε έλεγε τα εξής η ζωή είναι ο ναός του πατέρα χρόνου και τόνε βεβηλώνουμε μ’ αδιαντροπιά κάμνοντες τέτοια απερίσκεφτα κι ανόσια είναι πλέον ασεβής η παραμονή μας εις τον ναόν κι αφού δεν μάθαμε να ψέλνουμε κι αφού δεν μάθαμε να κάνουμε τελετές ας φύγωμε από τον οίκον ετούτον εφόσον πώς να τόνε τιμήσωμεν δεν γνωρίζουμε μα σα την θανηφόρον κόψην του σπαθιού ενάντια στην ιδική του καρδιά έστρεψεν εδείλιασε και ποιανού πέστε μου καρδιά δε δειλιάζει σε παρόμοιες ώρες και ξαπλώθη καταγής κι έκλαιφε γοερά ο δυστυχής οπού μ’ εγκάρδια λαχτάρα όλο ζητούσε μιαν συντροφιά μιαν γαλήνη μιαν ασφάλεια μιαν απόκριση ποιος ξεύρει τι
κι οπού λέτε ήτανε ο πόνος του μέγας κι η απόγνωσή του ήτανε μεγάλη κι έριχνε βροχή από δάκρυο πάνω στο χώμα και τα στήθη του είχανε δυο χτύπους τον έναν από μέσα της πενθούσης καρδιάς και τον άλλο απόξω των χεριών των απελπισμένων του μεσ’ εις τα απόρθητα κάστρα της νύχτας
οι βλοσυρές υφάντρες πλέκουνε όνειρα με κλωστές από έρεβο
………………………………………………….