τελευταία ανάρτηση στο ιστολόγιο «ΜΥΟΣΩΤΙΔΕΣ στην ανέμη λέξεων Φωνήεν άλμπατρος Ποίημα σύμφωνο με πετροκότσυφες και χελιδόνια»:Νάνος Βαλαωρίτης, Η γυναίκα αυτή φορώντας κλειδώσεις ωραίου σκελετού κάτω από το δέρμα
(λεζάντα): Το διάστημα που χώριζε το ένα όργανο από το άλλο μίκραινε ανεπαίσθητα ώσπου σε λίγο θα έφτανε η ώρα να συναντηθούν η πρύμη με την πλώρη του άλλου πλοίου όπως το πλησίασμα ενός ήλιου από κομήτη που θα ξεχαρβαλωθεί στην αναπόφευκτη πορεία προς το πολύ ισχυρότερό του άστρο… Η έλξη της Γης, ωστόσο, κανονική – κρατάει τα όντα στην ισορροπία τους επάνω από την άβυσσο – του καιρού και του απείρου διαστήματος… Η φράση αυτή – όπως τόσες δηλώσεις ειπωμένες προς την κατακόκκινη δύση, για ένα ταξίδι άνευ επιστροφής είχαν μιαν αξία ακόμα αστάθμητη – και τώρα πώς θα ξεμπλέξουμε από αυτό το μονόδρομο με την ευχή του διαβόλου
(λεζάντα): Το διάστημα που χώριζε το ένα όργανο από το άλλο μίκραινε ανεπαίσθητα ώσπου σε λίγο θα έφτανε η ώρα να συναντηθούν η πρύμη με την πλώρη του άλλου πλοίου όπως το πλησίασμα ενός ήλιου από κομήτη που θα ξεχαρβαλωθεί στην αναπόφευκτη πορεία προς το πολύ ισχυρότερό του άστρο… Η έλξη της Γης, ωστόσο, κανονική – κρατάει τα όντα στην ισορροπία τους επάνω από την άβυσσο – του καιρού και του απείρου διαστήματος… Η φράση αυτή – όπως τόσες δηλώσεις ειπωμένες προς την κατακόκκινη δύση, για ένα ταξίδι άνευ επιστροφής είχαν μιαν αξία ακόμα αστάθμητη – και τώρα πώς θα ξεμπλέξουμε από αυτό το μονόδρομο με την ευχή του διαβόλου
Αυτός που… (από τις εκδιηγήσεις του Νάνου Βαλαωρίτη Ο ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟΣ ΓΑΛΗΝΕΥΤΗΣ, Ύψιλον/ βιβλία 1981)
Ο νέος, ψηλός μελαχρινός τριαντάρης, εργένης και γαλήνιος.Ταραξία που και που – μ’ ένα μαχαίρι πολύ κοφτερό σαν αυτό που χρησιμοποιούν για ν’ αποτελειώσουν τον εαυτό τους οι Σαμουράι όταν κάνουν χαρακίρι, έβλεπε πως έκοβε και πετούσε τον σπερματαγωγό του σωλήνα, που γρήγορα αποκτούσε την ταχύτητα του φωτός φέρνοντας μέσα του εμάς –μικρά μικρόβια όντα – ενώ αντίθετα εκείνος έβλεπε πως έραβε με μια βελόνα την εισδοχή του εν λόγω οργάνου – για να μην εισχωρήσει κανένα άλλο βλήμα. Και παρόλο που η γυναίκα αυτή έφερνε επάνω της όλα τα σημάδια του οδυνηρού της επαγγέλματος –λεπτή, αδύνατή, μελαχρινή, με μύτη στον αέρα, κλειδώσεις ωραίου σκελετού κάτω απ’ το δέρμα, καμιά τριανταριά χρονώ – φορώντας ένα φόρεμα –χρώμα ρόδινο ανοιχτό- χωρίς κορσέ ή στηθόδεσμο – το διάστημα που χώριζε το ένα όργανο από το άλλο όπως δυο άστρα πολύ απομακρυσμένα μίκραινε ανεπαίσθητα αλλά μίκραινε ώσπου σε λίγο θα έφτανε η ώρα –που να συναντηθούν η πρύμη με την πλώρη – του άλλου πλοίου –του ηλεκτρικού- ο γράφων μέσα πάντοτε στο βλήμα έβλεπε απ’ το παράθυρο να παρελαύνουν ήλιοι και αστερισμοί –του χώρου του διαστημικού –δακρυβρεχτος ο σιδερένιος άνθρωπος σημειώνει στο ημερολόγιο του την αναπόφευκτη πορεία – όπως το πλησίασμα ενός ήλιου από κομήτη που θα ξεχαρβαλωθεί –περνώντας δίπλα απ’ το πολύ ισχυρότερο εκείνο άστρο.
Θα φύγει…
………………………………………………….