(τελευταία ανάρτηση στην ΥΠΕΡΟΨΙΑ και ΜΕΘΗ) Μίμης Σουλιώτης, Ποιήματα υγρά: εκείνος όλο ανατέλλει ή εμείς ολοένα δύουμε;
(λεζάντα): Μερικές είναι όμορφες. Μερικές είναι παντοτινά όμορφες, μια ομορφιά ψυχής τις γλυκαίνει παθαίνουν την εσωτερική φύτρωση του φωτός που τις κάνει λιγότερο γερασμένες κι όσα χρόνια τις συναντώ στον δρόμο μου προσέχω ότι το φως ισοφαρίζει με την υγράδα τους και δεν διακρίνεται το χνούδι ή μόλις. Όταν είμαστε καλοπροαίρετοι, το φως μαλακώνει και μαλακώνει κι εμάς.
Περί ποιητικής
Δεν είμαι το ανθεκτικό είδος
να σαλιαρίζω με την ομορφιά σαν κάτι
που πέρα ώς πέρα βρέχει:
μ’ επηρεάζουν τα επίκαιρα.
Υγρασίες
ήλιος λιτός Φεβρουαρίου και γλυκός σαν Οκτωβρίου
με αρκετά πουλιά στις φυλλωσιές
και ποικιλία τζαζ από τα σαθρά ηχεία.
Κουβεντιάζαμε διάφορα και είχες σκαλώσει τα πόδια σου
στην τρίτη καρέκλα,
τα γόνατα και η ανεβασιά τους είχαν πάρει την κλίση
προς την θηλυκιά λεκάνη σου και τους μηρούς
και οι καμπύλες του μπλουτζίν μού φέρναν έξαψη.
γιατί είχα μουσκευτεί καθισμένος αντίκρυ σου.
Τι είν’ η ζωή, παρά μερικά ευτυχισμένα περιστατικά
αυτού του τύπου σε ποικίλες εκδοχές.
Είχε να μου συμβεί από τα μαθητιά πάρτι
τότε που ανοίγαμε «τρύπες στα μπούτια» με Ανταμό-
αλλά την distance-ρεύση, χωρίς αγγίγματα-χουφτώματα,
την άναφη, είχα να την πάθω από το δημοτικό,
την φευγαλέα γλυκούτσικη γλύκα που τρεμίζει.
Θέκκιου, εκ των υστέρων
για το άθελά σου σκόπιμο ποζάρισμα.
Αν σ’ ενδιαφέρει, διάβασε ολόκληρη την ανάρτηση στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ «ΥΠΕΡΟΨΙΑ και μέθη σαν κατανόηση της ματαιότητας των ΜΕΓΑΛΕΙΩΝ» με κλικ ΕΔΩ
(λεζάντα): Μερικές είναι όμορφες. Μερικές είναι παντοτινά όμορφες, μια ομορφιά ψυχής τις γλυκαίνει παθαίνουν την εσωτερική φύτρωση του φωτός που τις κάνει λιγότερο γερασμένες κι όσα χρόνια τις συναντώ στον δρόμο μου προσέχω ότι το φως ισοφαρίζει με την υγράδα τους και δεν διακρίνεται το χνούδι ή μόλις. Όταν είμαστε καλοπροαίρετοι, το φως μαλακώνει και μαλακώνει κι εμάς.
Περί ποιητικής
Δεν είμαι το ανθεκτικό είδος
να σαλιαρίζω με την ομορφιά σαν κάτι
που πέρα ώς πέρα βρέχει:
μ’ επηρεάζουν τα επίκαιρα.
Υγρασίες
Είχαμε καθίσει για καφέ το απόγευμα,
Πέμπτη όπως πάντα,ήλιος λιτός Φεβρουαρίου και γλυκός σαν Οκτωβρίου
με αρκετά πουλιά στις φυλλωσιές
και ποικιλία τζαζ από τα σαθρά ηχεία.
Κουβεντιάζαμε διάφορα και είχες σκαλώσει τα πόδια σου
στην τρίτη καρέκλα,
τα γόνατα και η ανεβασιά τους είχαν πάρει την κλίση
προς την θηλυκιά λεκάνη σου και τους μηρούς
και οι καμπύλες του μπλουτζίν μού φέρναν έξαψη.
Αποήπιαμε,
γύρισα στον ξενώνα και μπήκα στο μπάνιογιατί είχα μουσκευτεί καθισμένος αντίκρυ σου.
Τι είν’ η ζωή, παρά μερικά ευτυχισμένα περιστατικά
αυτού του τύπου σε ποικίλες εκδοχές.
Είχε να μου συμβεί από τα μαθητιά πάρτι
τότε που ανοίγαμε «τρύπες στα μπούτια» με Ανταμό-
αλλά την distance-ρεύση, χωρίς αγγίγματα-χουφτώματα,
την άναφη, είχα να την πάθω από το δημοτικό,
την φευγαλέα γλυκούτσικη γλύκα που τρεμίζει.
Θέκκιου, εκ των υστέρων
για το άθελά σου σκόπιμο ποζάρισμα.
Αν σ’ ενδιαφέρει, διάβασε ολόκληρη την ανάρτηση στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ «ΥΠΕΡΟΨΙΑ και μέθη σαν κατανόηση της ματαιότητας των ΜΕΓΑΛΕΙΩΝ» με κλικ ΕΔΩ