(τελευταία ανάρτηση από το ιστολόγιο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ) Γιώργος Χειμωνάς, Τα φώτα είναι σκεπασμένα με πολύχρωμα χαρτιά, τα πουλιά σωλήνες αυτά είναι άσφαιρα
(λεζάντα): Εκείνη η γυναίκα τον πηγαίνει σ’ ένα δωμάτιο και σφίγγεται πάνω του και τον παρασέρνει και ξαπλώνουν στο χαλί Άγι μου Άγι μου και σφίγγεται πάνω του. Οι μέτοχοι του θανάτου... Το μάτι της πέφτει πάνω από το κεφάλι του στην άκρη του χαλιού. Το χαλί το έχουν στερεωμένο πάνω στο γλιστερό πάτωμα με πινέζες. Η γυναίκα ξεκαρφώνει την πινέζα βογκώντας πως τάχα κουράστηκε υπερβολικά απ’ αυτή την προσπάθεια και μιλάει σαν μωρό. Μπήγει την πινέζα στην άκρη του χεριού του κι αυτός ουρλιάζει κι η γυναίκα πατάει την πινέζα με δύναμη στραβώνοντας το στόμα και την καρφώνει στο χέρι του και ξεφωνίζει με θρίαμβο και κακία. Τώρα σ’ έκανα Άγι. Την σπρώχνει κι αυτή γέρνει στο πλάι με νεκρό πρόσωπο ασάλευτα μάτια…
Η γονατιστή γυναίκα και το κορίτσι που άνοιξε την πόρτα (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982)
-7-
Ακούστηκαν που έτρεχαν να ανοίξουν φωνάζοντας ένα όνομα κι ένα κορίτσι άνοιξε την πόρτα κι όταν το είδε νόμιζα πως ήταν ο Άγις.Τα φώτα είναι σκεπασμένα με πολύχρωμα χαρτιά. Εκεί ήταν μια γυναίκα με μάσκα καθόταν στην πολυθρόνα και του λέει αν φορούσες μάσκα θα έλεγα πως είσαι ο Άγις. Το ένα του δάχτυλο είναι κιτρινισμένο από τον καπνό. Η γυναίκα βγάζει τη μάσκα και του την φοράει βάλτη και θα πω ήρθε ο Άγις κι εμένα ας με δουν. Κάθεται καταγής κι αγκαλιάζει το ένα του πόδι και του φιλά το γόνατο ο Άγις ο Άγις. Ακούστηκε θόρυβος στη σκάλα και χύνονται μια συντροφιά άντρες και γυναίκες. Γελάν και χορεύουν. Τον βλέπουν στην γωνιά και σταματάν κι ένα ρωτάει ο Άγις; ήρθε ο Άγις; και φαίνονται έτοιμοι να ξεσπάσουν σε πανδαιμόνιο χαράς κι η γονατιστή γυναίκα είπε με ευτυχία ο Άγις. Το κορίτσι που άνοιξε την πόρτα λέει ότι δεν είναι ο Άγις. Σωπαίνουν κι ένας λέει με πονηρό γέλιο ο Άγις είναι. Τρέχει να του βγάλει τη μάσκα.
Εκείνη η γυναίκα αγρίεψε και τον σκεπάζει με το σώμα της αφήστε τον φωνάζει.Το στήθος της μυρίζει ίδρω και ύφασμα καινούργιο. Οι άλλοι τους παρατούν και χορεύουν με κέφι. Ένας σταματά και φωνάζει ο Άγις κι όλοι σταματάν και τον κοιτάζουν και δείχνουν ανυπόμονο ενδιαφέρον. Λέει ο Άγις ο Άγις και διηγιέται μιαν ιστορία με τον Άγι κι όλοι γελάν και φωνάζουν ο Άγις. Χορεύουν πάλι κι ένας σταματά και λέει θυμηθείτε τότε με τον Άγι κι όλοι φωνάζουν ο Άγις. Τότε πυροβόλησε περπατούσε δίκανο και παίρνει Ντέσα δεν είμαι τα πουλιά σωλήνες αυτά είναι άσφαιρα. Άγι Άγι. Γελάν με αγάπη κι ένας φωνάζει ο Άγις τότε. Στην κάμαρα ξαπλωμένοι κι οι τρεις τον καλοπιάνει στην ντουλάπα κρέμασαν κρύφτηκε μα πώς χτυπά η πόρτα πήγαινε πηγαίνει στον άλλο φύγε γιατί πριν πηγαίνει στον άλλο μέχρι το μεσημέρι. Όλοι φωνάζουν ναι ο Άγις ο Άγις άργησε ο Άγις άργησε Άγι άργησες Άγι Άργι Άργι άργησες Άργι Άργι Άργι. Ένας λέει τότε ο Άγις αυλή κάπνιζε νύχτα ο καπνός ανάμεσα ανάβει καμπανάκι της συκιάς κι η γριά τρέχει ο Άγις κλειδώνει. Άγι. Άγι. Άγι.
. ………………………………………………….
Αν σ’ ενδιαφέρει, διάβασε ολόκληρη την ανάρτηση στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ «Γιώργος Χειμωνάς Παροράματα Συναισθήματος» με κλικ ΕΔΩ